e-neaionia

Προσφυγικά κάλαντα & έθιμα από τις αλησμόνητες πατρίδες

Τα προσφυγικά κάλαντα σήμερα δεν ακούγονται πια. Όμως αρκετά από τα τωρινά έθιμα για την έλευση του Νέου Χρόνου έλκουν την καταγωγή τους από τα χώματα της Ιωνίας γης και τις χαμένες πατρίδες του Ελληνισμού.

Το Αϊβαλί, τα Αλάτσατα, το Αίδίνι∙ τα Βουρλά, η Έφεσος, ο Τσεσμές, η Μενεμένη και τα Μουδανιά, η Πέργαμος, η Σινώ­πη, η Σαμψούντα, η Τραπεζούντα  και η Σμύρνη πέρασαν τις παραδόσεις τους στις αποσκευές των προσφύγων και ταξίδεψαν μαζί τους στην Ελλάδα για να συνεχιστούν εδώ ίσαμε τις μέρες μας.

Στο “διαμάντι της Ανατολής”, την Σμύρνη, από την παραμονή το βράδυ τα παιδιά τραγουδούσαν τα κάλαντα…

Αρχιμηνιά και αρχιχρονιά
ψιλή μου δεντρολιβανιά
κι αρχή καλός μας χρόνος
εκκλησιά με τ΄αγιο θρόνος…

Σ΄αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
πέτρα να μην ραγίσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χίλια χρόνια να ζήσει…

Έθιμα της Πρωτοχρονιάς

Στη Σμύρνη, την παραμονή της πρωτοχρονιάς συνήθιζαν να στολίζουν ένα τραπέζι με ξηρούς καρπούς και γλυκίσματα για να κεράσουν τον Αγιο Βασίλη. Η νοικοκυρά ράντιζε το σπίτι με ξηρούς καρπούς κι έλεγε “Κάλαντα  και καλού σκαίρα και πάντα και του χρόνου”.

Εκαναν ποδαρικό πατώντας ένα σίδερο, λέγοντας: σίδερο πάνω, σίδερο κάτω, σίδερο οι άνθρωποι που είναι μέσα, σίδερο η μέση μου, σίδερο η κεφαλή μου. Ο νοικοκύρης έκανε το σταυρό του, σταύρωνε με  το μαχαίρι τρείς φορές την πίτα και έκοβε τόσα κομμάτια όσα ΄και τα μέλη της οικογένειας. Το πρώτο κομμάτι ήταν του Χριστού, μετά της Παναγίας, του Αη Βασίλη, του σπιτιού και του φτωχού.

Χαρακτηριστικό στοιχείο ήταν το φλουρί της βασιλόπιτας με το οποίο δοκίμαζαν την τύχη τους. Σε όποιον έπεφτε το φλουρί, αυτός θα ήταν ο τυχερός κι ευνοούμενος της νέας χρονιάς. Κομμάτια της βασιλόπιτας άφηναν, μαζί με  ξηρούς καρπούς και γλυκά στις δημόσιες βρύσες της πόλης, για τους περαστικούς και τους φτωχούς.

Για το πρωτοχρονιάτικο τραπέζι, ετοίμαζαν συνήθως κόκορα κοκκινιστό στην κατσαρόλα, κεμπάπ με ρύζι και γενικά φαγητά με ρύζι , για να είναι γεμάτος ευτυχία ο νέος χρόνος…

Στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) η νοικοκυρά σχημάτιζε με ένα πιρούνι πάνω στην πίτα ένα σταυρό “τσιμπιστό”, για την γλωσσοφαγιά, ενώ με ένα κλειδί έκαναν διάφορα πλουμιά για να “κλειδώνεται” το στόμα των εχθρών. Όποιος κέρδιζε το φλουρί δεν το έπαιρνε. Το εξαγόραζε η νοικοκυρά, γιατί ήταν γρουσουζιά να φύγει από το σπίτι.

Στην Κρήνη (Τσεσμές), μετά το κόψιμο και το μοίρασμα της πίτας, άφηναν όλα τα κομμά­τια της πάνω στο τραπέζι μαζί με γλυκά και νερό, για να κατέβει τη νύχτα ο Αϊ-Βασίλης να φάει και να ξεδιψάσει. Επίσης, έσφαζαν στο κατώφλι της πόρτας μια κόττα ή ένα διάνο “για το καλό”.

Στη Χίο της Βιθυνίας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο νοικοκύ­ρης κάρφωνε ένα κλαδάκι ελιάς πάνω στη βασιλόπιτα, που ακουμπούσαν όρθια στον τοίχο και λειτουργούσε ως ειδώλιο του Αϊ-Βασίλη. Πάνω στο κλαδάκι όλα τα μέλη κρεμούσαν τα χρυσά τους (βραχιόλια, αλυσίδες, σκουλαρίκια, δακτυλίδια κ.ά.) και τα άφηναν εκεί όλη τη νύχτα, για να τους φέρει ο Αϊ-Βασίλης ευτυχία. 

Τα προσφυγικά Κάλαντα της Πρωτοχρονιάς 

Οι πρόσφυγες που ήρθαν στην Ελλάδα, μέσα από τα «προσφυγικά κάλαντα» εκφράζουν τον κατατρεγμό τους τόσο στον πρώτο διωγμό, του 1914, όσο και στον οριστικό ξεριζωμό τους το 1922, όταν σβήνει οριστικά και κάθε ελπίδα τους για την «Μεγάλη Ιδέα»

Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά δεν έχομε παρηγοριά

κι αρχή καλός μας χρόνος εξορίστηκεν ο κόσμος. 

κι εκεί που ήρτε ο Χριστός ήρτε κεμαλικός στρατός

μες στην Μικρά Ασία και μας κάναν εξορία.

Και που να στήσομε φωλιά, ωσάν τα έρημα πουλιά.

Όλοι μας κυνηγούνε, και δε θένε να μας δούνε.

Στην Πόλη στην Αγιά Σοφιά, θα στήσουμε καμπάνες

να βγουν τα μισοφέγγαρα, να στηριχτούν λαμπάδες

να βγουν οι Τούρκοι απ’ τα τζαμιά, να φύγουν κι οι χοτζάδες

να ‘ρθουν τα ελληνόπαιδα, με τους Πατριαρχάδες.

Τότες θα ‘χομε ελπίδα πως θα πάμε στην πατρίδα. 

Ακούστε τα κάλαντα από την φωνή της Ειρήνης Μπογιατζή από την Π. Φώκαια της Μικράς Ασίας σε μια σπάνια καταγραφή της Μέλπως Μερλιέ από το 1930: 

[yarpp]