Επιστήμονες αποκωδικοποιούν τις μυρωδιές του παρελθόντος

Οι μυρωδιές ενός γλυκού που τρώγαμε όταν ήμασταν παιδιά μπορεί να ξυπνήσει αναμνήσεις που πιθανώς είχαμε ξεχάσει. Όμως η όσφρηση είναι μια αίσθηση που, σύμφωνα με τους επιστήμονες, έχει αγνοηθεί σε μεγάλο βαθμό στην προσπάθεια κατανόησης του παρελθόντος. Ωστόσο, όλο και περισσότεροι ερευνητές επιχειρούν να ανασυνθέσουν αρχαία αρώματα ώστε να μάθουν περισσότερα για τον τρόπο ζωής των ανθρώπων που έζησαν εκείνη την εποχή.

«Είναι μια πολύ βασική αίσθηση. Η οσμή ήταν πολύ σημαντική στο παρελθόν και πιθανώς ήταν ακόμη πιο σημαντική επειδή τότε δεν ήταν όλα τόσο καθαρά», δήλωσε η Μπάρμπαρα Χούμπερ, διδακτορική ερευνήτρια αρχαιολογίας στο Ινστιτούτο Γεωανθρωπολογίας Μαξ Πλανκ στη Γερμανία.

Ωστόσο το αποτύπωμα μιας παλιάς οσμής αποτελεί πρόκληση για τους ερευνητές αφού οι αρχαιολόγοι συνήθως βρίσκουν και μελετούν απτά αντικείμενα. Οι αρωματικές ενώσεις είναι από τη φύση τους πτητικές – μόλις η πηγή τους εξαφανιστεί, εξαφανίζονται και αυτές, εξατμίζονται στον αέρα. Επιπλέον, οι περισσότερες μυρωδιές προέρχονται από βιολογικά υλικά που αποσυντίθενται γρήγορα, εξήγησε η Χούμπερ. Παρ’ όλα αυτά, επισήμανε η ερευνήτρια, σήμερα υπάρχουν νέες και ισχυρές βιομοριακές προσεγγίσεις που θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους επιστήμονες να αποκωδικοποιήσουν τις αρχαίες μυρωδιές.

Η μυρωδιά της ιστορίας

Το κλειδί για την αποκάλυψη των μυρωδιών του παρελθόντος είναι συχνά αόρατο με γυμνό μάτι. Οι επιστήμονες μελετούν ανεπαίσθητα βιομοριακά κατάλοιπα που έχουν βρεθεί σε μπουκάλια αρωμάτων, κατσαρόλες και βάζα αποθήκευσης τροφίμων, με τη χρήση τεχνικών όπως η χρωματογραφία, μια διαδικασία διαχωρισμού των συστατικών ενός μείγματος, και η φασματομετρία μάζας, η οποία μπορεί να ανιχνεύσει ενώσεις υπολογίζοντας το βάρος των διαφορετικών μορίων.

Τα βιομόρια που δίνουν τις περισσότερες πληροφορίες, σύμφωνα με την ερευνήτρια, περιλαμβάνουν λιπίδια – λίπη, κεριά και έλαια – που δεν είναι διαλυτά στο νερό. Εντοπίζονται συχνά σε πορώδη κεραμικά, αφού έχουν χρησιμοποιηθεί ως καύσιμα για λάμπες ή αρωματικές αλοιφές. Τα λιπίδια βρίσκονται επίσης στα κόπρανα.

Η Χούμπερ μελετά επίσης δευτερογενείς μεταβολίτες, χημικές ενώσεις που παράγονται από τα φυτά και εντοπίζονται σε φυτικά προϊόντα, όπως ρετσίνι, αρωματικά ξύλα, βότανα, φρούτα και μπαχαρικά. Οι ενώσεις αυτές μπορούν να αποκαλύψουν τα συστατικά και το άρωμα θυμιαμάτων, φαρμάκων και τροφίμων.

Η αλληλούχιση του αρχαίου DNA και η πρωτεωμική, η μελέτη των πρωτεϊνών δηλαδή, που βρίσκονται διατηρημένες σε πράγματα όπως η ασβεστοποιημένη οδοντική πλάκα, έχουν ανιχνεύσει αμινοξέα που αποκαλύπτουν καταστάσεις όπως η ασθένεια των ούλων – που συνδέεται με την κακή αναπνοή.

Ανασυνθέτοντας τα αρχαία αρώματα

Στο πλαίσιο της εργασίας της, η Χούμπερ μελέτησε θυμιατήρια που βρέθηκαν στον αρχαιολογικό χώρο της Τάιμα, τον αρχαιότερο οικισμό στη Σαουδική Αραβία που χρονολογείται πριν από 5.000 χρόνια, προκειμένου να προσπαθήσει να ανακατασκευάσει το «οσφρητικό τοπίο» της αρχαίας όασης.

Εντόπισε δευτερογενείς μεταβολίτες που αποκάλυψαν τη χρήση αρωματικών ρητινών που περιείχαν λιβάνι, σμύρνα και φιστίκι σε ιδιωτικά κτίρια, τάφους και ναούς, αντίστοιχα. Στη συνέχεια, η Χούμπερ συνεργάστηκε με έναν αρωματοποιό για να προσπαθήσει να αναδημιουργήσει τις μυρωδιές.

«Οι ρητίνες αυτές έμοιαζαν ίδιες, όταν όμως άρχιζες να τις καις ανέδιδαν μια εντελώς διαφορετική μυρωδιά. Έτσι, για παράδειγμα, το λιβάνι είχε πραγματικά μια πλούσια μυρωδιά και μπορούσες πραγματικά να φανταστείς ότι ίσως το χρησιμοποιούσαν για να καθαρίσουν τα σπίτια τους, ώστε να αποφεύγουν τις ανεπιθύμητες οσμές ή κάτι τέτοιο», εξήγησε η επιστήμονας.

Ο Σον Κόφλιν, ερευνητής αρχαίας και μεσαιωνικής σκέψης στην Ακαδημία Επιστημών της Τσεχίας, προσπαθεί να αναδημιουργήσει τα αρώματα που φέρεται να φορούσε η Κλεοπάτρα, με βάση συνταγές που εχουν καταγραφεί σε αρχαία αιγυπτιακά κείμενα και επιγραφές ναών.

«Το πρόβλημα είναι απλό. Κανονικά, όταν ακολουθείς μια συνταγή, ξέρεις κατά κάποιον τρόπο τι να περιμένεις. Όταν όμως αναπαράγεις μια ιστορική συνταγή, δεν έχεις κάποιο στόχο», δήλωσε ο ερευνητής.

«Αυτό που πραγματικά προσπαθούμε να κάνουμε είναι να χρησιμοποιήσουμε οργανική χημεία που θα μπορέσει να μας πει κάτι για τη διαδικασία, επειδή πιστεύουμε ότι η διαδικασία ήταν στην πραγματικότητα αυτό που θα καθόριζε το εύρος των πιθανών αρωμάτων», πρόσθεσε.

Ο Κόφλιν παρομοιάζει τα πειράματά του με τη διαδικασία της εκπομπής μαγειρικής «America’s Test Kitchen». Αν και τα αποτελέσματα ενδέχεται να είναι λάθος, υπάρχει πρόοδος. Για παράδειγμα, μια συνταγή αρώματος που μελέτησε, γνωστή ως Mendesian, αποκάλυψε ότι οι αρχαίοι αρωματοποιοί θέρμαιναν λάδι για 10 ημέρες και 10 νύχτες πριν το εμποτίσουν με ξύλα όπως η κανέλα και ρητίνες όπως το μύρο.

«Για εμάς αυτό ήταν ένα μεγάλο μυστήριο», είπε. «Αν μαγειρέψετε ποτέ λάδι για 10 ημέρες, θα δείτε ότι βρωμάει». Όταν όμως η ομάδα ζέστανε λάδι σε δοκιμαστικούς σωλήνες για έως και 12 ημέρες, διαπίστωσε ότι η τεχνική αυτή επιτάχυνε τη φυσική διαδικασία τάγγισης του λαδιού, αφαιρώντας τυχόν δύσοσμες ενώσεις και παρατείνοντας τη διάρκεια του αρώματος.

«Υπάρχει επίσης ένα στάδιο, μετά τη θέρμανση του λαδιού, αλλά πριν από την παρασκευή του ίδιου του αρώματος, όπου προστίθενται ήπια αρωματικά, όπως ρίζες, κρασί και ρητίνες. Η υπόθεσή μας είναι ότι αυτά όχι μόνο κάλυπταν την άσχημη οσμή (προσθέτοντας ένα ευχάριστο άρωμα), αλλά απορροφούσαν και την άσχημη οσμή του λαδιού», εξήγησε.

Τα περισσότερα σημερινά αρώματα χρησιμοποιούν αιθανόλη, ένα είδος αλκοόλης, ως βάση, δήλωσε ο Κόφλιν, αν και ορισμένα φυσικά αρώματα εξακολουθούν να απαιτούν τη χρήση ελαίου ή λίπους, που πρέπει να βελτιστοποιηθεί με κάποιο τρόπο. Οι σημερινοί χημικοί εξακολουθούν να χρωστούν πολλά σε αυτούς τους αρχαίους αρωματοποιούς, πρόσθεσε. Ήταν πρωτοπόροι σε πολλές τεχνικές που χρησιμοποιούνται ακόμη στη σύγχρονη επιστήμη.

ΠΗΓΗ: CNN