Γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νέα Ιωνία και μπαίνει στα σπίτια μας τα τελευταία χρόνια ως Μηνάς από το σήριαλ “Μην αρχίζεις της Μουρμούρα” και δεν είναι άλλος από τον Αντώνη Αντωνίου.
Ο “Μηνάς” της Μουρμούρας από τη Νέα Ιωνία
Σύζυγος και συνοδοιπόρος του στη ζωή και το θέατρο η Νατάσα Ασίκη, η εκπληκτική Πελαγία από τα “Καλύτερά μας Χρόνια“. Και οι δύο μαγειρεύουν για τον Γαστρονόμο της Καθημερινής σε μία απολαυστική συνέντευξη
Φωτογραφίες: Μιχάλης Παππάς
Η Νατάσα γεννήθηκε και μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας. Είχε μπαμπά Μικρασιάτη και Κρητικιά μάνα, που δούλευε ως ταξιθέτρια σε θέατρα, και κάπως έτσι προέκυψε για τη Νατάσα η αγάπη για το σανίδι. Παιδί ακόμα, πρωτοεμφανίστηκε ως κομπάρσος στη θριαμβευτική παράσταση «Πόλεμος και ειρήνη» της Συνοδινού. Από την άλλη, ο Αντώνης, που γεννήθηκε στη Νέα Ιωνία και είναι μισός Κεφαλονίτης και μισός Μικρασιάτης, δεν είναι και πολύ σίγουρος για το πώς βρέθηκε να παίζει στο θέατρο… «Δεν έχω καταλάβει πώς ακριβώς έγινε, αλλά κάποια μέρα παραλάβαμε στο σπίτι μας επιστολές από κάποιες δραματικές σχολές. Τώρα, το πώς και από πού δεν είμαι σίγουρος. Ωστόσο ενδιαφέρθηκα και πήγαμε με τον πατέρα μου να δούμε περί τίνος πρόκειται. Μου άρεσε και κάπως έτσι ξεκίνησα».
Δύο διανοούμενοι που τρέφονται με μπόλικη κουλτούρα, σε ένα σπίτι με βιβλιοθήκες που σχεδόν έχουν κρεμάσει από το βάρος των βιβλίων. Έχουν μεγαλώσει με το «κάθε Κυριακή κρέας», μου λένε με ένα στόμα.
Κάποτε στην Αθήνα και στη Νέα Ιωνία
Μια μελαχρινή καλλονή μέσα σε μια ’50s κορνίζα, η μαμά της Νατάσας. Χρυσοχέρα μαγείρισσα με κρητικό DNA. «Ψωνίζαμε, θυμάμαι, από το μπακάλικο της γειτονιάς μας και από ένα παντοπωλείο που ειδικευόταν στα γαλακτοκομικά και τα τυριά. Έφερνε από τη Μάνη, από την Καλαμάτα κι από αλλού βούτυρα, γιαούρτια και κάποια είδη λουκάνικων, ήταν μεγάλο και σκοτεινό. Και τα δύο ήταν στην Μπενάκη. Ύστερα στο σπίτι, η μάνα τα μαγείρευε όλα πεντανόστιμα. Δεν ξεχνώ εκείνα τα απίθανα σουτζουκάκια της που σέρβιρε στα καλά τραπέζια μαζί με πιλάφι, κι αργότερα, όταν γνώρισα τον Αντώνη και μας έφερνε θράψαλα που έπιανε εκείνος τα καλοκαίρια, κι η μάνα μου τα μαγείρευε άλλοτε στιφάδο κι άλλοτε τα έκανε γεμιστά. Τα δε ντολμαδάκια γιαλαντζί ήταν η πιο σπουδαία σπεσιαλιτέ της. Μας έλεγε ότι το πολύ κρέας κάνει κακό, κι έτσι τρώγαμε απ’ όλα, αλλά γκρινιάζοντας. Μας έκανε λοιπόν τη χάρη και κάποιες Κυριακές πηγαίναμε οικογενειακώς στη Χασιά, για να φάμε παϊδάκια», διηγείται η Νατάσα.
«Δεν θυμάμαι και πολλά από τα παιδικά μου χρόνια», με προειδοποιεί ο Αντώνης, «αλλά αυτό που δεν ξεχνώ είναι τα τρικούβερτα γλέντια με τους συγγενείς μας και καμιά φορά, στη χάση και στη φέξη, που πηγαίναμε ομαδικά για κάνα μπάνιο. Είχαμε έναν γείτονα με μεγάλο φορτηγό που κουβαλούσε πάγο, μας φόρτωνε όλους στην καρότσα και πηγαίναμε στη θάλασσα. Τα κεφτεδάκια που μας έφτιαχναν οι μανάδες να πάρουμε μαζί ήταν το μεγάλο σουξέ της εξόρμησης».
Γούστα και καθημερινότητα στην πόλη
Δύο θεατράνθρωποι, παιδιά της πόλης, που έχουν γευτεί τις στιγμές της, μικρές και μεγάλες, που έχουν ξεκοκαλίσει την Αθήνα. Από το Ελεύθερο Θέατρο, «κορυφαία έκφραση δουλειάς», όπως λένε οι ίδιοι, στους θιάσους της Παξινού και του Μινωτή, κι ύστερα σε απανωτές ομαδικές προσπάθειες δημιουργίας ανεξάρτητων θιάσων, που ήταν το ρεύμα της εποχής, αλλά συνήθως σκόνταφταν σε πολιτικές αντιμαχίες. «Είχα το δόγμα ότι το θέατρο ήταν υπόθεση ενός, κι έτσι το ’81, πια, αποφάσισα να φτιάξω ένα θέατρο όπου να καθορίζω εγώ τα πάντα από την αρχή μέχρι το τέλος».
Χαζεύω την ιστορία της ζωής τους μέσα από παλιές, μαυρόασπρες οικογενειακές φωτογραφίες που κρέμονται στον τοίχο της εισόδου, ένα κολάζ από αναμνήσεις. «Έχω σκάσει με τα γεμιστά, γιατί μου λάσπωσε το ρύζι», ακούω που μουρμουρίζει η Νατάσα από την κουζίνα, καθώς τα βγάζει από το ταψί και τα τακτοποιεί σε μια φλοράλ πιατέλα. Μου εξηγεί τον λόγο που τα μισά γεμιστά έχουν καρφωμένη μια οδοντογλυφίδα στα καπάκια. «Η οδοντογλυφίδα είναι το σημαιάκι για να ξεχωρίζουμε τα γεμιστά του Αντώνη, που τα τρώει με κιμά και δεν του χαλάω χατίρι – έτσι τα έμαθε από τη μάνα του, που τα έκανε στην κατσαρόλα. Τα υπόλοιπα είναι ορφανά», εξηγεί. Κόβει και ένα κομμάτι φέτα για να σερβίρει μαζί. «Γεμιστά χωρίς φέτα δεν γίνεται, λέει η κόρη μου». Ψωμί δεν κόβει, παραδόξως για μένα, «εκτός κι αν τύχει να έχουμε εκείνο το φοβερό χωριάτικο ψωμί που παίρνουμε από το Λουτράκι όταν πηγαίνουμε στο εξοχικό μας». Δωρικά καρυκευμένη η γέμιση των γεμιστών, όπως και του μπουργέτου που μαγειρεύει ο Αντώνης. «Καμιά φορά μπορεί να βάλω στο πιλάφι μια τσιμπιά γαρίφαλο, ίσα να πάρει ανοιξιάτικη μυρωδιά», λέει η Νατάσα.
Τι δεν τρώνε; «Το σέλινο δεν μου αρέσει καθόλου. Όταν σταμάτησε η μάνα μου να βάζει σέλινο, ξεκίνησα να τρώω το φρικασέ. Ο Αντώνης πάλι τα τρώει όλα, εκτός από μπάμιες, και τώρα τελευταία δεν τρώει και το κοτόπουλο, γιατί του μυρίζει», λέει η Νατάσα. «Δεν ξέρω τι φταίει, αλλά υποψιάζομαι ότι είναι οι τροφές που τα ταΐζουν», εξηγεί ο Αντώνης. «Αυτά που δεν είναι μαζικής εκτροφής, π.χ. κάτι κοκόρια αλανιάρικα που βρίσκουμε από το χωριό, μια χαρά τα τρώω».
Το πρωινό είναι γεύμα απαραίτητο και περιλαμβάνει χυμούς που στύβει ο Αντώνης και σμούθι που κάνει η Νατάσα, φρυγανιές με ταχίνι και μέλι, ελληνικό καφέ για τη Νατάσα και νες για τον Αντώνη. Στην καθημερινότητά τους μαγειρεύει η Νατάσα. Δεν βάζει αλάτι, παρά μόνο καμιά φορά έναν κύβο, όπως μου εξομολογείται κάπως σαν να κάνει ζαβολιά. «Το αλάτι το κόψαμε για λόγους υγείας», εξηγεί. «Ο Αντώνης έτρωγε φαΐ με αλάτι και αυτό έπρεπε να σταματήσει. Τώρα, που τρώμε χωρίς το αλάτι να σκεπάζει τη γεύση των φαγητών, καταλαβαίνουμε και οι δύο πολύ περισσότερο τη νοστιμιά της τροφής και τις λεπτές γεύσεις που έχει κάθε υλικό».
Σπεσιαλιτέ και αδυναμίες
Σε ειδικές περιστάσεις μπαίνει κι ο Αντώνης στην κουζίνα και κάνει τις σπεσιαλιτέ του, που είναι το μπουργέτο και η καρμπονάρα στο τηγάνι με κρέμα γάλακτος – «η πιο ωραία που έχω φάει», όπως λέει η Νατάσα. Η έκπληξη πάντως για μένα ήταν ο έξοχος παστουρμάς που μας έκοψε να δοκιμάσουμε και τον οποίο φτιάχνει μόνος του, από την αρχή μέχρι το τέλος. Έχει μάλιστα σκαρώσει μια ειδική κατασκευή, ένα ξύλινο κουτί με τρύπες, και με τη βοήθεια ενός σφιγκτήρα βάζει το παστωμένο κρέας να στεγνώσει κι ύστερα το κρεμάει στο air- condition στη βεράντα, για να ξεραθεί. Στο τέλος το καλύπτει με το τσιμένι που αγοράζει από το Μπαχάρ στην Ευριπίδου.
Ο Αντώνης είναι μέγας λάτρης των τυριών. «Είμαι διχασμένος και δεν ξέρω ποιο μου αρέσει πιο πολύ», μου λέει. «Η παρμεζάνα είναι ένα αριστούργημα, αλλά αγαπάω πολύ και το ροκφόρ. Τις προάλλες είχαμε γκοργκοντζόλα και δώσαμε να δοκιμάσει κι ο Αλέκος. Κόντεψε να φάει και το αλουμινόχαρτο. Του αρέσουν όλα, μα πιο πολύ απ’ όλα του αρέσει η γκοργκοντζόλα», λέει γελώντας ο Αντώνης, για να συμπληρώσει κοροϊδεύοντας η Νατάσα: «Ναι, είχε και στο χωριό του γκοργκοντζόλα ο Αλέκος. Εμένα μου αρέσει το ρεγκάτο στη μακαρονάδα μου. Δεν ξέρω γιατί… ίσως επειδή λιώνει». Ο Αντώνης τρελαίνεται για τα ψάρια. Μάλιστα τα τελευταία χρόνια έχουν μια μικρή βάρκα στο εξοχικό τους και πηγαίνει για ψάρεμα. «Οι γόπες του Κορινθιακού είναι πεντανόστιμες», λέει.
O tempora, o mores
Καθισμένοι στη βεράντα τους εκείνη τη μαγιάτικη μέρα, ακούμε τον θόρυβο της πόλης. «Εδώ στο κέντρο έχεις τα πάντα δίπλα σου. Παλιά, όταν ήταν μικρά και τα κορίτσια, πηγαίναμε στη λαϊκή στην Καλλιδρομίου για να ψωνίσουμε και να κάνουμε και βόλτα. Τώρα πια, και λόγω πανδημίας, προτιμάμε να παραγγέλνουμε από μαγαζιά της γειτονιάς και να μας τα στέλνουν». Πληθώρα και υπερπροσφορά προϊόντων, με χαρακτηριστική έλλειψη νοστιμιάς. «Η βιομηχανοποίηση έχει αλλάξει τα πάντα. Η τροφή μας στερείται τη φύση και τον ήλιο, και υπάρχει παντού μια ανοστιά», λένε συγκρίνοντας τα φρούτα και τα λαχανικά που βρίσκουν στις αγορές με εκείνα που έτρωγαν παλιά και με αυτά που καλλιεργούν στα κηπάκια του εξοχικού τους.
Με τα χρόνια οι διατροφικές τους συνήθειες επαναπροσδιορίστηκαν, είτε από γούστο είτε για λόγους υγείας. «Πατατάκια δεν τον αφήνω πια να τρώει», λέει γελώντας η Νατάσα για το σνακ που αγαπά ο Αντώνης. «Κάποτε τρώγαμε αργά, μετά την παράσταση, και πολύ, γιατί ήμασταν νηστικοί όλη μέρα και ξελιγωμένοι. Καταναλώναμε μετά μανίας μακαρόνια, πιλάφια, κρέας. Κόπηκαν αυτά. Τα τελευταία χρόνια έχουμε βάλει στη διατροφή μας πολύ περισσότερα όσπρια, σαλάτες και λαδερά, κι έχουμε μειώσει πάρα πολύ το αλάτι. Τα βράδια τρώμε πιο νωρίς και πιο ελαφριά, π.χ. μια σαλάτα ή ένα γιαούρτι. Ειδικά τώρα που δεν έχουμε και βραδινές παραστάσεις, αυτό είναι εφικτό. Κρέας τρώμε μία φορά την εβδομάδα, μακαρόνια κάθε δύο εβδομάδες».
Η μεγάλη έξοδος
«Στο παρελθόν βγαίναμε πολύ πιο συχνά. Μια περίοδο είχαμε πάθει μανία με το “βρόμικο” στην καντίνα της Μιχαλακοπούλου. Πηγαίναμε εκεί μετά το θέατρο και είτε παίρναμε σάντουιτς για το σπίτι είτε τα τρώγαμε εκεί στη γωνία. Τα τελευταία χρόνια βγαίνουμε για φαγητό κυρίως όταν έχει συμβεί κάτι ευχάριστο. Η έξοδός μας πλέον είναι μια μορφή γιορτής».Οι εποχές είναι δύσκολες για όλους. «Ευτυχώς, εμείς έχουμε την τηλεόραση και δουλεύουμε και οι δύο. Όχι μόνο οικονομικά, αλλά και ψυχολογικά είναι πολύ σημαντικό», εξηγεί ο Αντώνης, που ο καημός του, όπως άλλωστε και των περισσότερων ηθοποιών, είναι το θέατρο. «Σε κάθε περίπτωση το οικονομικό πλήγμα από το κλείσιμο των θεάτρων είναι πολύ σοβαρό. Εμείς σχεδόν ό,τι βγάζουμε από την τηλεόραση το ρίχνουμε στη συντήρηση του θεάτρου. Υπάρχουν κάποιες επιδοτήσεις κρατικές, αλλά θα έπρεπε να είναι μεγαλύτερες και καθολικότερες. Δεν μπορούμε να προκαθορίσουμε τίποτα, καθώς δεν υπάρχει πλάνο, και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι υπομονή». Λύσεις τύπου live streaming δεν τους περνούν καν από το μυαλό. «Το θέατρο έχει άλλους νόμους και χάνει το 50% της δύναμής του στο γυαλί», εξηγούν. «Περιμένουμε κι ευχόμαστε να πάνε όλα καλά και να προχωρήσει ο εμβολιασμός, να επιστρέψουμε στην κανονικότητα». Στο μεταξύ, όπως πά- ντα, διαβάζουν έργα, μαθαίνουν τάσεις, παρακολουθούν παλιούς και νέους θεατρικούς συγγραφείς «κι όταν κάτι μας γυαλίσει, το προχωράμε. Πάντα μέσα στο πνεύμα τού να υπάρχει ένα μήνυμα, μια θέση, ένας στόχος, μια ποιότητα. Να είναι ένα έργο που ενδιαφέρει τον κόσμο. Συζητάμε με τη Νατάσα για καιρό, γίνεται μια ολόκληρη ζύμωση στα κεφάλια μας. Καμιά φορά, αν θέλουμε να δούμε τι απήχηση έχει, καλούμε φίλους και κάνουμε μια ανάγνωση για να μας πουν τη γνώμη τους. Κάπως έτσι καταλήξαμε στην καινούργια παράσταση που θα ανεβάσουμε, την «Ευαίσθητη ισορροπία» του Άλμπι, και ανυπομονούμε να ξεκινήσουν οι πρόβες ξανά».
Τα μυστικά τους
– Τη γέμιση που περισσεύει από τα γεμιστά την κρατάνε σε ένα μπολ σκεπασμένο με μεμβράνη στο ψυγείο και την κάνουν πιλάφι κάποια άλλη μέρα.
– Ο Αντώνης συμβουλεύει ότι με τη χαμηλή φωτιά στα κάρβουνα το κρέας ψήνεται πολύ καλύτερα και γίνεται λουκούμι.
– Όταν ζυμώνουν κιμά για κεφτεδάκια και μπιφτέκια, κάνουν μεγαλύτερες ποσότητες και τις φυλάσσουν στην κατάψυξη. Μάλιστα τα κεφτεδάκια τα καταψύχουν αλευρωμένα κι όταν έρθει η ώρα, το μόνο που χρειάζεται είναι να τα ξεπαγώσουν και να τα τηγανίσουν.
– Τον χειμώνα που βγαίνουν τα αγριόχορτα, η Νατάσα παραγγέλνει από τον μανάβη να της βρει μια όσο πιο μεγάλη ποικιλία γίνεται για να φτιάξει χορτόπιτες με διάφορα χόρτα.
– Βάζουν και βράζουν μπόλικα αυγά και τα διατηρούν στο ψυγείο. Έτσι τα έχουν εύκαιρα για ένα γρήγορο σνακ σε περίπτωση που πεινάσουν.
– Το περίσσευμα του ψητού αρνιού ή άλλα κρέατα που μπορεί να περισσέψουν από το ψήσιμο στο μπάρμπεκιου τα κάνουν κρεατόπιτα, αναμειγνύοντάς τα με διάφορα άλλα υλικά, όπως τυριά, πιπεριές, κρεμμύδια κ.ά.
Αυτόν το καιρό ο Αντώνης Αντωνίου και η Νατάσα Ασίκη κάνουν πρόβες για το έργο “Ευαίσθητη Ισορροπία” του Edward Albee, η οποία είναι προγραμματισμένη να ανέβει στις 29/10.
Το άρθρο πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Γαστρονόμος, τεύχος 181.