Την τελευταία του πνοή άφησε σήμερα το πρωί (15/3) σε ηλικία 81 ετών ο θρυλικός ποδοσφαιριστής της ΑΕΚ, Μίμης Παπαϊωάννου. Τραγούδησε τον ύμνο της ΑΕΚ, έγραψε πολλά χιλιόμετρα στους αγωνιστικούς χώρους και θα μνημονεύεται ως ένας εκ των κορυφαίων Ελλήνων ποδοσφαιριστών της ιστορίας.
Ο Μίμης Παπαϊωάννου υπηρέτησε την «Ένωση» για 17 ολόκληρα χρόνια από το 1962 έως και το 1979 και έχει χαρακτηριστεί από πολλούς ως ένας από τους καλύτερους ποδοσφαιριστές της χώρας, με τρομερή τεχνική κατάκτηση που έκανε τον κόσμο να παραληρεί στις εξέδρες. Με την αγαπημένη του ΑΕΚ, κατέκτησε 5 πρωταθλήματα Ελλάδος και 3 κύπελλα, ενώ έφτασε με αυτήν το 1977, στα ημιτελικά του τότε κυπέλλου ΟΥΕΦΑ.
Η ανακοίνωση της ΠΑΕ ΑΕΚ για τον θάνατο του Μίμη Παπαϊωάννου
«Η οικογένεια της ΑΕΚ θρηνεί την απώλεια του μεγάλου Μίμη Παπαϊωάννου που έφυγε από τη ζωή σήμερα το πρωί στα 81 του χρόνια. Ο μεγαλύτερος ποδοσφαιριστής στην ιστορία της ομάδας μας πέρασε στην αιωνιότητα, έχοντας παλέψει για χρόνια με σοβαρά προβλήματα υγείας.
Ο κορυφαίος Έλληνας ποδοσφαιριστής του 20ου αιώνα, όπως αναδείχθηκε από τη Διεθνή Υπηρεσία Στατιστικής Ποδοσφαίρου (IFFHS) το 2000, γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου 1942 στην Νέα Νικομήδεια της Ημαθίας. Εκεί έπαιξε πρώτη φορά ποδόσφαιρο, πριν τον αποκτήσει η Βέροια το 1959. Με το ποσό ρεκόρ, για την εποχή, των 175 χιλ. δραχμών, η ΑΕΚ θα καταφέρει να τον αποκτήσει το 1962. Έμελλε να είναι μια από τις πιο σημαντικές μεταγραφές στην ιστορία της ΑΕΚ, την οποία υπηρέτησε μέχρι το 1979, κατακτώντας 5 Πρωταθλήματα και 3 Κύπελλα.
Μαζί με τον Κώστα Νεστορίδη και τους άλλους μεγάλους άσους της εποχής οδήγησαν την «Ένωση» στην κατάκτηση του τίτλου το 1963. Μετά τον τίτλο του 1963, πρωταγωνίστησε στις κατακτήσεις των πρωταθλημάτων του 1968, του 1971, του 1978 και του 1979, στα Κύπελλα του 1964, του 1966 και του 1978, στην συμμετοχή στα προημιτελικά του Πρωταθλητριών το 1968-69 και στα ημιτελικά του ΟΥΕΦΑ το 1977. Σφράγισε μάλιστα την τελευταία πρόκριση, αυτή στα προημιτελικά με αντίπαλο την Κουίνς Παρκ Ρέιντζερς, σκοράροντας με ασύλληπτη κεφαλιά (με τη γνωστή ικανότητά του να στέκεται στον αέρα) το τρίτο γκολ που οδήγησε την αναμέτρηση στην παράταση και στη συνέχεια στα πέναλτι, όπου προκρίθηκε η ΑΕΚ
O Μίμης και η πρόταση της Ρεάλ Μαδρίτης
Ο Μίμης Παπαϊωάννου έχει γράψει στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου πολλές πρωτιές.
Αναδείχθηκε κορυφαίος Έλληνας παίκτης για τον 20ό αιώνα από τη Διεθνή Υπηρεσία Ιστορίας και Στατιστικής Ποδοσφαίρου. Έγραψε με καλλιγραφικά γράμματα το όνομά του στα βιβλία του ελληνικού ποδοσφαίρου, ενώ τίμησε όσο ελάχιστοι τη φανέλα με τον Δικέφαλο Αετό. Σε 17 χρόνια (1962-1979) κατέκτησε με την ΑΕΚ, πέντε πρωταθλήματα και τρία κύπελλα Ελλάδος.
Παρόλα αυτά, πολλά από τα παραπάνω δεν θα είχαν συμβεί, εάν υπέγραφε συμβόλαιο συνεργασίας με την Ρεάλ Μαδρίτης που επιθυμούσε να τον εντάξει στο δυναμικό της.
Ο 22χρονος πολυδιάστατος άσος από τη Νέα Νικομήδεια Ημαθίας, εξελίχτηκε σε ένα από τα πολύτιμα πετράδια στο δυναμικό της «Ένωσης». Τόσο εκτυφλωτική ήταν η λάμψη του που η «Βασίλισσα» της Ευρώπης θαμπώθηκε και θέλησε να τον κάνει δικό της. Μάλιστα, προσέφερε 4.000.000 δραχμές στους «κιτρινόμαυρους» και 750.000 στον παίκτη.
Καταλυτικό ρόλο στην τροπή των γεγονότων διαδραμάτισε ένα φιλικό που έδωσε ο «Δικέφαλος» κόντρα στους «μπλάνκος» στις 12 Μαΐου 1965 στη Νέα Φιλαδέλφεια. Η αναμέτρηση ολοκληρώθηκε δίχως θριαμβευτή (3-3) και ο Παπαϊωάννου βρήκε δύο φορές δίχτυα.
Μια άλλη μεγάλη δόξα της ΑΕΚ, ο Κώστας Νεστορίδης, στην αυτοβιογραφία του «Ο μάγος της μπάλας» θυμόταν από εκείνο το ματς: «Όταν ξεκίνησε το παιχνίδι, βλέπω ότι οι δικοί μας είχαν τρακ. Παίρνω λοιπόν την μπάλα και περνάω δύο-τρεις Ισπανούς για να δείξω στους συμπαίκτες μου ότι οι αντίπαλοί μας δεν ήταν τίποτε θεοί».
Ο Παπαϊωάννου, με στιβαρή αφήγηση που ρέει σαν νερό, επισημαίνει στη δική του αυτοβιογραφία με τίτλο «Ραντεβού στον αέρα» την οποία επιμελήθηκε ο δημοσιογράφος, Νίκος Κατσαρός:
«Την άλλη μέρα, να τα πάλι τα ‘ξύλινα’ γράμματα στις αθλητικές εφημερίδες: ‘3.000.000 δίνουν στην ΑΕΚ οι Ισπανοί για τον Παπαϊωάννου’, ’700.000 προσφέρει η Μαδρίτη στο σύγχρονο Έλληνα άσο’. Αλήθεια ήταν! Και τριετές συμβόλαιο και φαγητό και σπίτι. Όχι βέβαια ότι μου έδιναν βίλα, όπως γίνεται σήμερα με τους ξένους επαγγελματίες που έρχονται να αγωνιστούν στην Ελλάδα, αλλά θα ήταν ένα βήμα μπροστά. Σκέφτηκα: ’Μίμη, πρόκειται για την ευκαιρία της ζωής σου. Μπάλα δεν θέλεις να παίξεις; Ιδού η πρόκληση. Γίνε επαγγελματίας σε ηλικία 22 ετών και θα λύσεις το πρόβλημα της ζωής σου’.
Εκείνη τη νύχτα δεν έκλεισα μάτι και η λαχτάρα μου, αν υπήρχε ‘μετρητής’ όπως στην πίεση και μου τη μετρούσαν, θα έσπαγε τα κοντέρ… Ήθελα πολύ να πάω στη Ρεάλ, με είχε ξεμυαλίσει η ιδέα να φορέσω τη φανέλα της σπουδαιότερης ευρωπαϊκής ομάδας, ωστόσο στην ΑΕΚ ήταν ανένδοτοι.
Σκέφτονταν ότι θα μπορούσα να γίνω για αρκετά χρόνια ο παίκτης-ηγέτης, πάνω στον οποίο θα στήριζαν τις φιλοδοξίες τους – και δεν τους κατακρίνω. Ταυτόχρονα, κάποιοι φοβούνταν να με δώσουν, γιατί αυτό θα ξεσήκωνε τις διαμαρτυρίες των φίλων της ΑΕΚ. Ο Δημήτρης Σεβαστάκης, που ήταν τότε ο γενικός αρχηγός, μου μίλησε απλά και σταράτα:
‘Ρε Παπαϊωάννου, αγόρι μου, δεν μπορούμε να σε δώσουμε, επειδή τότε θα πρέπει να φύγουμε από την Αθήνα να μην μας δείρουν οι οπαδοί. Και δεν μπορούμε να φύγουμε, γιατί οι δουλειές μας είναι εδώ, όπως και οι οικογένειές μας…’
{…} Δεν με έδιναν. Θύμωσα, κάποια στιγμή εκνευρίστηκα και, ίσως χωρίς να το καλοσκεφτώ, είπα στη διοίκηση της ΑΕΚ μια-δύο κουβέντες παραπάνω, αλλά δεν ήταν εκφοβισμός. Απλώς, ένιωθα αδικημένος με την απόφαση της ΑΕΚ να μου κλείσει την πόρτα στην ευρωπαϊκή προοπτική και εξέλιξη και στη δόξα και φυσικά στην πιθανότητα να κερδίσω περισσότερα χρήματα. Εύλογο ήταν».
Μίμης Παπαϊωάννου και Στέλιος Καζαντζίδης
Λίγο αργότερα, το άλλοτε σημείο αναφορά της ΑΕΚ, διηγείται πώς πήρε την απόφαση να αλλάξει-έστω και για λίγο-καριέρα. «{…} Όταν ήμουν στο χωριό, είχα ‘λόξα’ με τα λαϊκά τραγούδια. Μου άρεσε πολύ ο Στέλιος Καζαντζίδης. Ήταν βλέπεις, πέρα από τραγουδισταράς και Πόντιος, κι αυτός λαϊκός. Είχα και ένα μπουζούκι και προσπαθούσα να μάθω, αλλά δεν τα κατάφερνα, παιδευόμουνα πολύ και το αποτέλεσμα όχι αυτό που ποθούσε η ψυχή μου. Πολύ πιο δύσκολο από το να ντριμπλάρω με το αριστερό ή να στέλνω την μπάλα στα δίχτυα.
Κάπου εκεί προέκυψε η γνωριμία μου με το Χρήστο Νικολόπουλο, ο οποίος βάσταγε από ένα γειτονικό χωριό, το Καψοχώρι. Επειδή, λοιπόν, ο Νικολόπουλος έπαιζε πολύ ωραίο μπουζούκι, τον φώναζαν στα πανηγύρια στα χωριά. Και τα πανηγύρια εκείνη την εποχή αποτελούσαν τη μοναδική μας διασκέδαση. Πηγαίναμε και εμείς μαζί του, η ομάδα του χωριού, και επειδή συνήθως έπαιζε Καζαντζίδη, έλεγα και εγώ ένα-δύο τραγουδάκια και χόρευαν οι φίλοι μου.
Όταν όμως ήρθα στην Αθήνα, γνώρισα τον Στέλιο Καζαντζίδη. Ήταν ΑΕΚτζής, τον γνώριζε ο Νεστορίδης και αργότερα, όταν κατέβηκε από το χωριό ο Νικολόπουλος, γνωρίστηκε και αυτός με το μεγάλο βάρδο και έπαιζε μαζί του». Με τις σχέσεις των δύο πλευρών να βρίσκονται στα χαρακώματα, ο Μίμης άδραξε την ευκαιρία και έφυγε για τουρνέ στη Γερμανία μαζί με τους Καζαντζίδη, Μαρινέλλα και Νικολόπουλο. Ο ίδιος εξομολογείται:
«Όταν λοιπόν προέκυψε η κόντρα μου στην ΑΕΚ για το θέμα της Ρεάλ, Καζαντζίδης και Νικολόπουλος έφτιαχναν σχήμα, ώστε με συγκρότημα να πάνε στη Γερμανία για τουρνέ. ”Αφού η ΑΕΚ δεν σε θέλει, έλα μαζί μας’, μου είπε ο Στέλιος και με επηρέασε. Έτσι, ξεκίνησα πρόβες, μπήκα στο συγκρότημα.
{…} Ο Χρήστος ήταν ο ‘αυτουργός’, ώστε να με πάρουν μαζί στην περιοδεία, η οποία κράτησε δύο μήνες. Τις πρώτες έξι εβδομάδες δίναμε συναυλίες για τους ομογενείς σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους και όχι σε λαϊκά μαγαζιά. Είπαν τότε κάποιοι ότι τραγουδούσα κάθε βράδυ σε μπουζουξίδικα. Λάθος. Ουσιαστικά κάναμε συναυλίες. Μια παράσταση την Παρασκευή, μια το Σάββατο και ακόμη μια το απόγευμα της Κυριακής. Ήταν πολύ μεγάλη εμπειρία για μένα, καθώς από τη μια έκανα το κέφι μου και από την άλλη γνώριζα κόσμο. Το πιο σημαντικό όμως ήταν ότι δεν ξενυχτούσα…»
«Μου έδωσε τη σωστή συμβουλή»
Ωστόσο, ο έρωτας του Μίμη για τη μεγάλη αγάπη του, την μπάλα, έσπειρε τις πρώτες αμφιβολίες. Η παρέμβαση του Καζαντζίδη, αναφορικά με το ποια ατραπό έπρεπε να ακολουθήσει, αποδείχθηκε νευραλγική:
«Ο Στέλιος, όταν βρισκόμουν σε δίλημμα για το τι ακριβώς έπρεπε να αποφασίσω να κάνω στη ζωή μου, ήταν ο φίλος που μου έδωσε τη σωστή συμβουλή. Ήμουν τυχερός στη ζωή μου που υπήρξα φίλος του. {…} Από αυτόν τον μέγιστο βάρδο, έμαθα να μετράω την ψυχή περισσότερο από οτιδήποτε άλλο στη ζωή.
‘Μίμη, στο τραγούδι το παλεύεις, θα είσαι βιοπαλαιστής. Έχω την εντύπωση πως πρέπει να γυρίσεις σ’ αυτό που ξέρεις να κάνεις καλά και είμαι βέβαιος πως θα δικαιωθείς. Πήγαινε να παίξεις ποδόσφαιρο και κάποια μέρα θα με θυμηθείς’.