Ένας χρόνος συμπληρώνεται από τις 22 Ιανουαρίου του 2022 που έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Ξανθόπουλος, ο γνωστός ηθοποιός από τη Νέα Ιωνία, που σημάδεψε με τις ερμηνείες του την μεταπολεμική Ελλάδα και έγραψε ιστορία στις δεκαετίες του 60 και του 70.
Ο Νίκος Ξανθόπουλος, γνωστός και ως «Παιδί του Λαού», είχε μία αξιοσημείωτη καριέρα σε θέατρο, τηλεόραση και κινηματογράφο όσο και στο λαϊκό τραγούδι. Αγαπήθηκε όσο λίγοι πρωταγωνιστές της σκηνής, ακριβώς επειδή ταυτίστηκε με την καθημερινότητα των ανθρώπων μίας δύσκολης και σκληρής εποχής. Γι’ αυτό άλλωστε και ο τίτλος που συνοδεύει ακόμη το όνομά του είναι το “παιδί του λαού”.



Τα πρώτα χρόνια στη Νέα Ιωνία
Ο Νίκος Ξανθόπουλος γεννήθηκε στις 14 Μαρτίου 1934 στη προσφυγική γειτονιά της Νέας Ιωνίας από γονείς Πόντιους. Η οικονομική κατάσταση της οικογένειας ήταν δύσκολη. Ο πατέρας του εργάζονταν περιστασιακά ως τσαγκάρης και ψαράς όσο ήταν κοντά στην οικογένειά του. Όντας όμως αντιστασιακός συνήθιζε να εξαφανίζεται για αρκετό καιρό για να αποφύγει τη σύλληψη, έτσι ουσιαστικά ο Νίκος Ξανθόπουλος μεγάλωσε με τη μητέρα του.
«Ο πατέρας μου ήταν μυστήριος άνθρωπος ανήσυχος. Όταν έφυγε στο βουνό απομείναμε μόνοι σε ξένο τόπο. Έπιασα εγώ δουλειά στην τράτα, στο πόδι του. Τι δουλειά δηλαδή, μισό μερτικό έπαιρνα, μια χούφτα ψάρια. Τι μπορούσα να προσφέρω οχτώ χρονών ψαράς. Πάλι καλά. Έκανα διάφορες βοηθητικές δουλειές, έπλενα το καΐκι, κουβάλαγα τις κουλούρες τα σκοινιά, κράταγα την τσίμα απ’ τη στεριά να καλάρει η τράτα» Αυτό έγραψε κάποια στιγμή ο Νίκος αναφερόμενος στα παιδικά του χρόνια.
Ο πατέρας του κατά τη διάρκεια της Κατοχής φυλακίστηκε για τη αντιστασιακή του δράση.
Στην τρυφερή ηλικία των 9 ετών είχε φυλακιστεί από τους Γερμανούς μαζί με τη μητέρα του. Δεν ήταν όμως μόνος ο ίδιος στο στόχαστρο, αλλά και όλη η οικογένεια, η οποία δεν κατάφερε να γλιτώσει. Σημειολογικά ήδη βλέπουμε τους πρώτους σπόρους από τα σενάρια των ταινιών, που λίγο αργότερα τον έκαναν πρώτο όνομα. Οι χαμένες πατρίδες, η φτώχεια, ο αδικημένος ήρωας που λες και το σύμπαν τον έχει στο μάτι, η ηρωική μάνα. Μόνο που εδώ μιλάμε για αληθινή ζωή.
Στα εφηβικά του χρόνια υπήρξε αθλητής της ΑΕΚ, της οποίας παραμένει πιστός οπαδός μέχρι σήμερα.
Πως ο Νίκος Ξανθόπουλος έγινε ηθοποιός
Μεγαλώνοντας αποφάσισε να ασχοληθεί με το θέατρο, έχοντας ως ίνδαλμά του τον Μάνο Κατράκη. Σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου κι έκανε την πρώτη του εμφάνιση το 1957 στο θίασο της Κατερίνας με την κομεντί του Μ. Αντρέ «Βιργινία».
Από το 1957 έως τα μέσα της δεκαετίας του ’60, εκτός από τον θίασο της Κατερίνας, που υπήρξε μεγάλη δασκάλα γι’ αυτόν, έπαιξε τον Ορέστη στην «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Ροντήρη, συνεργάστηκε με τον θίασο του Μάνου Κατράκη στο «Τραγούδι του νεκρού αδελφού» του Μίκη Θεοδωράκη, ενώ έπαιξε για λίγο στο μουσικό θέατρο.
Το 1958 πρωτοεμφανίστηκε στον κινηματογράφο στην κωμωδία του Φίλιππα Φυλακτού «Το Εισπρακτοράκι». Στην αρχή έπαιξε ρόλους κακού, σκληρού και γενικά δευτερότριτους ρόλους, σε κωμωδίες, δράματα, ακόμη και σε «τολμηρές» για την εποχή τους ταινίες.
Ώσπου, στα μέσα της δεκαετίας του ’60 η συνεργασία του με τον σκηνοθέτη και παραγωγό Απόστολο Τεγόπουλο απογείωσε την καριέρα του. Με την ίδρυση της εταιρείας των Τεγόπουλου/Καράμπελα «Κλακ Φιλμ» το 1963, ο Νίκος Ξανθόπουλος έγινε ο βασικός πρωταγωνιστής της.
Με σκηνοθέτη τον Τεγόπουλο και σπουδαίους πρωταγωνιστές του Εθνικού Θεάτρου στους υπόλοιπους ρόλους, ο Νίκος Ξανθόπουλος τυποποιήθηκε σε ρόλους κατατρεγμένου και αδικημένου, σε ταινίες μελό, όπως «Περιφρόνα με γλυκειά μου» (1965), «Κάποτε κλαίνε και οι δυνατοί» (1967), «Άδικη κατάρα» (1967), «Ξεριζωμένη γενιά» (1968), «Η σφραγίδα του Θεού» (1969), «Φτωχογειτονιά αγάπη μου» και το λαϊκό έπος «Η Οδύσσεια ενός ξεριζωμένου» (1969).
Πολλές από αυτές τις ταινίες δεν προβλήθηκαν καν στην πρώτη προβολή, αλλά απευθείας στις συνοικίες της Αθήνας, όπου γινόταν χαλασμός κόσμου, όπως και στην υπόλοιπη Ελλάδα. Οι διανοούμενοι τις λοιδωρούσαν και οι κριτικοί τις περιφρονούσαν, αλλά ο κόσμος γέμιζε ασφυκτικά τους λαϊκούς κινηματογράφους και οι πρόσφυγες πρώτης και δεύτερης γενιάς που ζούσαν ακόμη τότε αποθέωναν «το παιδί του λαού».
Νίκος Ξανθόπουλος: Το παιδί του λαού
Σ’ αυτές τις ταινίες ο Νίκος Ξανθόπουλος συνήθιζε να τραγουδά, ενώ συνθέτες όπως ο Απόστολος Καλδάρας έγραψαν τραγούδια γι’ αυτόν. Η παρουσία του στη δισκογραφία περιλαμβάνει 9 μεγάλους δίσκους και 55 σινγκλ. Εμφανίστηκε ως τραγουδιστής σε μεγάλα νυχτερινά κέντρα και πραγματοποίησε πολλές περιοδείες στο εξωτερικό στα κέντρα της ελληνικής διασποράς.
Από τη δεκαετία του ‘70 και μετά την κατάρρευση του ελληνικού εμπορικού κινηματογράφου επανήλθε στο θέατρο και εμφανίστηκε σποραδικά στην τηλεόραση. Το 1996 εμφανίστηκε για τελευταία φορά στον κινηματογράφο, στην ταινία του Γιώργου Ζερβουλάκου «Με τον Ορφέα τον Αύγουστο», δίπλα στη Βάνα Μπάρμπα.
Τα τελευταία χρόνια είχε αποσυρθεί από τον κόσμο του θεάματος και έμενε στο κτήμα του στην Παιανία.
«Διαβάζω τις ευχές σας, μια βροχή από καλά λόγια και ζεσταίνεται η καρδιά μου. Να ‘στε καλά. Μ’ έκανε η μάνα μου ψιλόφλουδο κι ευαίσθητο και τα λόγια σας τα επαινετικά αγγίζουν την ψυχή μου. Συγχωρέστε μου κάτι κρυφά δάκρυα που δεν μπορώ να συγκρατήσω. Δεν το μπορώ γιατί είμαι γέρος πια. Αλλά είμαι ευτυχής, είμαι πλήρης. Το μερτικό μου από τον έπαινο το έχω πάρει εδώ και χρόνια και με το παραπάνω… ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ»…
Με αυτά τα λόγια ευχαρίστησε ο Νίκος Ξανθόπουλος, δύο χρόνια πριν, στις 14 Μαρτίου, όλους όσοι θυμήθηκαν τα γενέθλιά του.
Οκτώ χρόνια πριν, με αφορμή και πάλι τα γενέθλιά του μοιραζόταν ακόμα μία σκέψη του.
«Ποτέ δεν φανταζόμουνα ότι θα φτάσω 80 ετών. Για δες, λέω, Νικολάκη, τα κατάφερες. Είδες που φοβόσουν, όταν 9 χρονών σε είχαν φυλακή οι Γερμανοί κι έτρεμες μήπως σε στείλουν να γίνεις σαπούνι. Ογδόντα χρόνια δεν είναι λίγα, μακάρι να τα φτάνανε κι άλλοι.
Τώρα όπως είμαι απάνω-απάνω στο τελευταίο σκαλοπάτι και κοιτάζω κάτω, λέω: Μην απογοητεύεσαι για την κατάσταση. Δεν πιστεύω να κάνεις καμιά κουτουράδα διάβολε, έχεις παιδιά, εγγόνια, σύνελθε. Ο πλούτος σου είναι τα παιδιά σου»….
Επιμέλεια κειμένου: Ράνια Ραφτοπούλου