Ο Μάνος Χατζηδάκις, ο κορυφαίος μας συνθέτης που «μέλλον .. ποίησε» από στίχους αξέχαστων ποιητών, ο δημιουργός που έχτισε σε “Οδό Ονείρων” τις καλύτερες θεατρικές και κινηματογραφικές παραστάσεις της εποχής του, ο οραματιστής που απογείωσε το Ραδιόφωνο με το Τρίτο πρόγραμμα, ο εμπνευστής της Ορχήστρας των Χρωμάτων, της δισκογραφικής εταιρίας Σείριος, ο μαέστρος της άφθαστης μελωδίας για τα «Παιδιά του Πειραιά» που τιμήθηκε με Όσκαρ, ο εκφραστής του σύγχρονου μουσικού μας Πολιτισμού, συμπληρώνει 30 χρόνια απουσίας.
«Η Ελλάδα σου μοιάζει Μπλανς Επιφανί
Διαθέτει ήθος, αφέλεια, υπομονή.
Κι αν τη βιάζουν τακτικά οι κατακτητές,
μ’ επιμονή τα καταφέρνει η Ελληνίς Επιφανί,
να παραμένει πάντα Παρθένος και γυμνή».
Μάνος Χατζιδάκις
O Μάνος Χατζιδάκις –όπως σε ανύποπτο χρόνο έγραψε η Λίνα Νικολακοπούλου– είναι «προσωπική μας υπόθεση, καθενός χωριστά. Όχι του κράτους, όχι των φεστιβάλ, όχι των εορτών και των πανηγύρεων. Είναι υπόθεση που διεγείρει μέσα μας το αίτημα για πολιτισμό, αισθητική, ελευθερία, καθρέφτισμα της εγκλωβισμένης μας ψυχής και αντάμωμά της νοερό με τον τόπο από όπου ήρθε κι έτσι νωπή κατοίκησε στο σώμα μας».
“Το τραγούδι μου δε σας ανήκει” έλεγε ο Μάνος Χατζηδάκις
Ο ίδιος ο Μάνος υπερασπίστηκε χρόνια πριν ακόμη πιο εύγλωττα το έργο του, γράφοντας:
«Το τραγούδι δεν είναι σύνθημα ή πράξη εκτονώσεως. Ούτε μαστίχα για το στόμα αθλητικών εφήβων ή συντροφιά νυχτερινή για οδηγούς ταξί και φορτηγών. Είναι μια σχέση υπεύθυνη, μια πράξη ερωτική ανάμεσά μας που μας αποκαλύπτει. Τελετουργία που απαιτεί, τόσο από σας όσο και από μένα, μια προετοιμασία θρησκευτική, επίμονη άσκηση γνώσης και αθωότητας, αποκαλύψεως και ανιχνεύσεως, μνήμης και προφητείας.
Το τραγούδι είναι μια μαγική στιγμή κι εγώ ένας πανηγυριώτης μάγος εκπρόσωπός σας, που θα φωτίσω τις κρυφές και αθέατες γωνιές σας, θα σας εκπλήξω, θα σας γεμίσω ερωτήματα και μελωδίες που ίσως γεννούν δικές σας και θα μεταφερθούν στο σπίτι σας, έτσι που να κοπεί ο ύπνος σας και να χαθεί για πάντα –αν είναι δυνατόν– ο εφησυχασμός σας. Κι ας μην μπορείτε να με τραγουδήσετε.
Μήπως τάχα μπορείτε να εξαφανίσετε ένα πουλί ή να το φανερώσετε μέσ’ απ’ το φόρεμα ή από το μαντήλι σας; Κι όμως δεν το ξεχάσατε κι ούτε θα το ξεχάσετε σ’ όλη σας τη ζωή. Και θα το λέτε στα παιδιά σας έτσι όπως το πρωτοείδατε κάποια φορά από έναν μάγο σ’ ένα πανηγύρι – καθώς και το τραγούδι μου.
Το τραγούδι μου θα το θυμάσθε και θα το ’χετε εντός σας, χωρίς την δυνατότητα να το γλεντήσετε με αυτάρεσκη και δυνατή φωνή. Μόνο να το ψελλίζετε θα είναι δυνατόν, σαν προσευχή…
Δεν είναι το τραγούδι μου απλοϊκό κι ευχάριστο σαν το τενεκεδένιο σήμα μιας πολιτικής παράταξης ή ενός αθλητικού συλλόγου. Δεν κολακεύει τις συνήθειές σας ούτε και διασκεδάζει την αμηχανία σας, την οικογενειακή σας πλήξη ή την ερωτική σας ανεπάρκεια.
Δεν είναι το τραγούδι μου μια μονόφωνη αρτηρία, ούτε μια πολυφωνική και λαϊκή υστερία. Είναι μια μυστική πηγή, μια στάση πρέπουσα και ηθική απέναντι στα ψεύδη του καιρού μας, ένα παιχνίδι ευφάνταστο μ’ απρόβλεπτους κανόνες, μια μελωδία απρόσμενη που γίνεται δική σας, δεμένη αδιάσπαστα με άφθαρτες λέξεις ποιητικές και ξαναγεννημένες.
Και μην ξεχάσετε. Σαν φύγετε από ΄δω, δεν σας ανήκει παρά μονάχα το αίσθημα, η σκέψη και τα ερωτήματα, που ολόκληρο το βράδυ σας μετέδωσα μέσ’ απ’ τη μουσική μου. Σ’ εμένα απομένει το τραγούδι, η μαγική στιγμή μου, που είναι μια εξαίσια απάντηση αρκεί να με ρωτήστε. Ρωτήστε με λοιπόν. Κι ύστερα σας παρακαλώ σωπάστε! Γιατί θα τραγουδήσω!
Πιστεύω πως η τέχνη του τραγουδιού αποτελεί κοινωνικό λειτούργημα, γιατί το τραγούδι μας ενώνει μέσα σ’ ένα μύθο κοινό. Κι όπως στον χορό ενώνουμε τα χέρια μεταξύ μας για ν’ ακολουθήσουμε ίδιες ρυθμικές κινήσεις, έτσι και στο τραγούδι ενώνουμε τις ψυχές μας για ν’ ακολουθήσουμε μαζί, τις ίδιες εσωτερικές δονήσεις. Κι όσο για τον κοινό μύθο που δεν υπάρχει στις μέρες μας, τον σχηματίζουμε καινούριο κι απ’ την αρχή κάθε φορά. Κάθε φορά που νιώθουμε βαθιά την ανάγκη να τραγουδήσουμε.
Από το βιβλίο του Μάνου Χατζιδάκι: Ο ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΜΑΧΑΙΡΙ.
Ο Μάνος Χατζηδάκις έγραφε: Πουλώ λαχεία στον Ουρανό
Σ’ ένα βιογραφικό του σημείωμα σε .. πρώτο πρόσωπο, ο ίδιος έγραψε:
«Γεννήθηκα στις 23 του Οκτώβρη του 1925 στην Ξάνθη τη διατηρητέα κι όχι την άλλη τη φριχτή που χτίστηκε μεταγενέστερα από τους εσωτερικούς της ενδοχώρας μετανάστες. Η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ, με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία απ’ όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες.
Σαν άνοιξα τα μάτια μου είδα με απορία πολύ κόσμο να περιμένει την εμφάνισή μου (το ίδιο συνέχισα κι αργότερα να απορώ σαν με περίμεναν κάπου καθυστερημένα να φανώ). Η μητέρα μου ήταν από την Αδριανούπολη, κόρη του Κωνσταντίνου Αρβανιτίδη, και ο πατέρας μου απ’ την Μύρθιο της Ρεθύμνου, απ’ την Κρήτη. Είμαι ένα γέννημα δύο ανθρώπων που καθώς γνωρίζω δεν συνεργάστηκαν ποτέ, εκτός απ΄ την στιγμή που αποφάσισαν την κατασκευή μου. Γι’ αυτό και περιέχω μέσα μου χιλιάδες αντιθέσεις κι όλες τις δυσκολίες του Θεού. Όμως η αστική μου συνείδηση, μαζί με τη θητεία μου την λεγόμενη «ευρωπαϊκή», φέραν ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα.
Προσπάθησα όλον το καιρό που μέναμε στην Ξάνθη να γνωρίσω σε βάθος τους γονείς μου και να εξαφανίσω την αδελφή μου. Δεν τα κατάφερα και τα δύο. Έτσι μετακομίσαμε το ’32 στην Αθήνα όπου δεν στάθηκε δυνατόν να λησμονήσω την αποτυχία μου.
Άρχιζα να ζω και να εκπαιδεύομαι στην πρωτεύουσα ενώ παράλληλα σπούδαζα τον έρωτα και την ποιητική λειτουργία του καιρού μου. Έλαβα όμως την αττική παιδεία, όταν στον τόπο μας υπήρχε και Αττική και Παιδεία. Μ’ επηρεάσανε βαθιά ο Ερωτόκριτος, ο Στρατηγός Μακρυγιάννης, το Εργοστάσιο του Φιξ, ο Χαράλαμπος του «Βυζαντίου», το υγρό κλίμα της Θεσσαλονίκης και τα άγνωστα πρόσωπα που γνώριζα τυχαία και παρέμειναν άγνωστα σ’ όλα τα χρόνια τα κατοπινά.
Στην κατοχική περίοδο συνειδητοποίησα πόσο άχρηστα ήτανε τα μαθήματα της Μουσικής, μια και μ’ απομάκρυναν ύπουλα απ’ τους αρχικούς μου στόχους που ήταν να επικοινωνήσω, να διοχετευθώ και να εξαφανιστώ, γι’ αυτό και τα σταμάτησα ευθύς μετά την Κατοχή. Έτσι δεν σπούδασα σε Ωδείο και συνεπώς εγλύτωσα απ’ το να μοιάζω με τα μέλη του Πανελληνίου Μουσικού Συλλόγου.
Έγραψα ποιήματα και πολλά τραγούδια, και ασκήθηκα ιδιαίτερα στο να επιβάλλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες, πράγμα που άλλωστε με ωφέλησε τα μέγιστα σαν έγινα υπάλληλος τα τελευταία χρόνια. Απέφυγα μετά περίσσιας βδελυγμίας ότι τραυμάτιζε το ερωτικό μου αίσθημα και την προσωπική μου ευαισθησία.
Ταξίδεψα πολύ και αυτό με βοήθησε ν’ αντιληφθώ πώς η βλακεία δεν ήταν αποκλειστικόν του τόπου μας προϊόν, όπως περήφανα ισχυρίζονται κι αποδεικνύουν συνεχώς οι έλληνες σωβινιστές και της εθνικοφροσύνης οι εραστές. Παράλληλα ανακάλυψα ότι τα πρόσωπα που μ’ ενδιαφέρανε έπρεπε να ομιλούν απαραιτήτως ελληνικά, γιατί σε ξένη γλώσσα η επικοινωνία γινότανε οδυνηρή και εξαφάνιζε το μισό μου πρόσωπο.
Το ’66 βρέθηκα στην Αμερική. Έμεινα κι έζησα εκεί κάπου έξι χρόνια, τα χρόνια της δικτατορίας, για λόγους καθαρά εφοριακούς – ανεκαλύφθη πως χρωστούσα τρεισήμισι περίπου εκατομμύρια στο δημόσιο. Όταν εξόφλησα το χρέος μου επέστρεψα περίπου το ’72 και ίδρυσα ένα καφενείο που το ονομάσαμε Πολύτροπον, ίσαμε τη μεταπολίτευση του ’74, όπου και τόκλεισα γιατί άρχιζε η εποχή των γηπέδων και των μεγάλων λαϊκών εκτονώσεων.
Κράτησα την ψυχραιμία μου και δεν εχόρεψα εθνικούς και αντιστασιακούς χορούς στα γυμναστήρια και στα γεμάτα από νέους γήπεδα. Κλείνοντας το Πολύτροπο είχα ένα παθητικό πάλι της τάξεως περίπου των τρεισήμισι εκατομμυρίων – μοιραίος αριθμός, φαίνεται, για την προσωπική μου ζωή.
Από το ’75 αρχίζει μια διάσημη εποχή μου που θα την λέγαμε, για να την ξεχωρίσουμε, υπαλληλική, που μ’ έκανε ιδιαίτερα γνωστό σ’ ένα μεγάλο και απληροφόρητο κοινό, βεβαίως ελληνικό, σαν άσπονδο εχθρό της ελληνικής μουσικής, των ελλήνων μουσικών και της εξίσου ελληνικής κουλτούρας. Μέσα σ’ αυτή την περίοδο και ύστερα από ένα ανεπιτυχές έμφραγμα στην καρδιά, προσπάθησα πάλι, ανεπιτυχώς είναι αλήθεια, να πραγματοποιήσω τις ακριβές καφενειακές μου ιδέες πότε στην ΕΡΤ και πότε στο Υπουργείο Πολιτισμού , εννοώντας να επιβάλω τις απόψεις μου με δημοκρατικές διαδικασίες. Και οι δύο όμως τούτοι οργανισμοί σαθροί και διαβρωμένοι από τη γέννησή τους κατάφεραν να αντισταθούν επιτυχώς και, καθώς λεν, να με νικήσουν «κατά κράτος». Παρ΄ όλα αυτά, μέσα σε τούτον τον καιρό γεννήθηκε το Τρίτο κι επιβλήθηκε στη χώρα.
Και τώρα καταστάλαγμα του βίου μου μέχρι στιγμής είναι :
Α δ ι α φ ο ρ ώ για την δόξα. Με φυλακίζει μες στα πλαίσια που καθορίζει εκείνη κι όχι εγώ.
Π ι σ τ ε ύ ω στο τραγούδι που μας αποκαλύπτει και μας εκφράζει εκ βαθέων, κι όχι σ’ αυτό που κολακεύει τις επιπόλαιες και βιαίως αποκτηθείσες συνήθειές μας.
Π ε ρ ι φ ρ ο ν ώ αυτούς που δεν στοχεύουν στην αναθεώρηση και στην πνευματική νεότητα, τους εύκολα «επώνυμους» πολιτικούς και καλλιτέχνες, τους εφησυχασμένους συνομήλικους, την σκοτεινή και ύποπτη δημοσιογραφία καθώς και την κάθε λογής χυδαιότητα.
Έτσι κατάφερα να ολοκληρώσω την τραυματισμένη από την παιδική μου ηλικία προσωπικότητα, καταλήγοντας να πουλώ «λαχεία στον ουρανό» και προκαλώντας τον σεβασμό των νεωτέρων μου μια και παρέμεινα ένας γνήσιος Έλληνας και Μεγάλος Ερωτικός».
Μάνος Χατζιδάκις (Νοέμβριος 1980 – Μάρτιος 1981)
Ένα Όσκαρ στα αζήτητα – Ο Μάνος το πέταξε στα σκουπίδια
Η ιστορία του Μάνου με το Όσκαρ αγγίζει τα όρια του θρύλου. Σε μία εποχή που όλοι υποκλίνονταν στο θεσμό, ο Μάνος Χατζηδάκις δεν πήγε καν να παραλάβει το βραβείο του, προκαλώντας την περιέργεια και όσων ακόμη δεν τον ήξεραν.
Τα Όσκαρ του 1961 απενεμείθηκαν στις 17 Απριλίου. Οικοδεσπότης της βραδιάς είναι ο κωμικός ηθοποιός Μπομπ Χόουπ. Το τραγούδι του Μάνου «Τα Παιδια του Πειραιά» από την ταινία του Ντασέν με τη Μελίνα Μερκούρη «Ποτέ την Κυριακή» είναι φαβορί και ο Μάνος το ξέρει. Όλοι το ξέρουν. Κατά τη διάρκεια της τελετής το τραγουδάει ζωντανά επί σκηνής η Κόνι Φράνσις.
Και έρχεται η ώρα της βράβευσης. Ανεβαίνουν στη σκηνή η Τζέιν Μέντοους και ο Στιβ Άλεν για να δώσουν το βραβείο, ανακοινώνουν το νικητή και περιμένουν. Μάταια, όπως αποδείχτηκε καθώς το Όσκαρ έμεινε στα αζήτητα, αφού δεν πήγε κανείς να το πάρει.
Ο Μάνος Χατζιδάκις δείχνει σχεδόν θυμωμένος με το Όσκαρ που του απένειμαν το 1961 για τα «παιδιά του Πειραιά». Κάποιοι έλεγαν πως στο σαλόνι του, το αγαλματίδιο κοιτούσε για χρόνια τον τοίχο, σαν τιμωρημένο.
Κάποτε μάλιστα, βρίσκεται στο Παρίσι με την Μαρία Κάλλας κι όταν εκείνη σε κεντρικό ρεστωράν αρχίζει να του τραγουδά το βραβευμένο του τραγούδι, εισπράττει μία απροσδόκητη αντίδραση. Ο Μάνος σκύβει και της λέει χαμηλόφωνα: «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου θα τραγουδούσε τόσο μέτρια αυτό το εξίσου μέτριο τραγούδι».
Λίγο καιρό αργότερα ο ίδιος πετάει το χρυσό αγαλματίδιο στα σκουπίδια του. Το σώζει απρόσμενα την τελευταία στιγμή η αδερφή του Μιράντα. Έκτοτε, το Όσκαρ του Χατζιδάκι φυλάσσεται σε μία προθήκη στο σπίτι του, πλάι στο μόνο αντικείμενο που ο ίδιος έλεγε πως ίσως διασκέδαζε επαρκώς τις εντυπώσεις: Στη φιγούρα του Καραγκιόζη.