Η Μαλβίνα Κάραλη “λείπει” από τις 7 Ιουνίου του 2002 αλλά παραμένει η αξεπέραστη εκπρόσωπος της μορφωμένης κριτικής, της πολιτικής σάτιρας και του καυστικού σχολιασμού. Ένα πολυτάλαντο ον που απουσιάζει αφόρητα από την σημερινή τηλεόραση και τη δημόσια κριτική. Οι 20χρονοι μπορεί να μην ξέρουν καν το όνομά της. Οι υπόλοιποι όμως –όσοι την είδαν έστω και μία φορά- είναι αδύνατον να μην τη θυμούνται.
Η Μαλβίνα Κάραλη ως γυναίκα ταυτίστηκε με τη γενιά της, αέναα ερωτευμένη με τη ζωή -όπως έλεγε η ίδια- παρότι υπέφερε από τις σχέσεις της και τους αποτυχημένους γάμους της. Η βαθιά της μόρφωση, το εύστροφο της σχόλιο, τα άψογα ελληνικά της και η ευρυμάθειά της άλλαζαν αυτόματα επίπεδο στη συλλογική ικανότητα κατανόησης συνθηκών και γεγονότων για το κοινό της.
Οι εκπομπές της ήταν θέμα συζήτησης και ανάλυσης σε κάθε συναναστροφή. Η εποχή δεν παρείχε δυνατότητες Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης (ακόμα) και έτσι ο κόσμος αποστήθιζε τις ατάκες και τα σχόλια της ή τις βιντεοσκοπούσε για να μπορεί να τις επαναλάβει, να τις καταλάβει, να τις αναλύσει και να τις εμπεδώσει.
Η Μαλβίνα τροφοδοτούσε συχνά τα ανέκδοτα της μέρας, αφού πολλές κουβέντες της ήταν τόσο εύστοχες, που το επόμενο 24ωρο αναπαράγονταν κατά χιλιάδες υπό τη μορφή ανεκδότου. Της άρεσαν οι ιστορίες, τα παραδείγματα και οι εικόνες που έκαναν όσο απλή χρειαζόταν τη σκέψη της. Και μόλις το κοινό της χαλάρωνε, ακούγοντας την αφήγηση, η πολυτάλαντη Μαλβίνα “φύτευε” τεχνηέντως νέες, δυσπρόσιτες έννοιες και το ανάγκαζε να αρθεί στο ύψος της δικής της γνωσιακής περίστασης.
Σπουδές, Γάμοι και παιδιά από τη Μαλβίνα Κάραλη
Ξεκίνησε σαν αρθρογράφος το 1976 και έγινε γνωστή για την αριστοφανική πένα και τα καυστικά σχόλια της προς την πολιτική και κοινωνική ζωή του τόπου μας. Επιχείρησε να σπουδάσει Κυβερνητική, Μαθηματικά, καθώς και Ιστορία της Τέχνης. Τελικά σπούδασε με ένα δικό της βαθύτερο τρόπο τη γνώση. Παντρεύτηκε τρεις φορές και απέκτησε τρία παιδιά: την Μελίτα, τον Μίνωα και την Μαριάννα. Ο δεύτερος γάμος της ήταν με τον σκηνογράφο Γιώργο Πάτσα και ο τελευταίος με τον συγγραφέα Διονύση Χαριτόπουλο. Έγραψε αναρίθμητα κείμενα και ρεπορτάζ, μερικά βιβλία και έκανε αρκετές τηλεοπτικές εκπομπές που άφησαν εποχή, όπως το “ΜΑΛΒΙΝΑ HOSTESS”, το “ΜΑΛΒΙΝΑ ΡΙΧΤΕΡ” και το “ΒΙΟΙ ΑΓΙΩΝ”.
Το τελευταίο μυθιστόρημά της “πιο πολύ, πιο πολύ” ήταν και το κύκνειο άσμα στη λογοτεχνική καριέρα της.
Τα βιβλία που έγραψε η Μαλβίνα Κάραλη
– (2007) Γλυκό κορίτσι, Αστάρτη
– (2005) Σαββατογεννημένη, Τσαγκαρουσιάνος
– (2001) Συνταγές κατάλληλες για όλους, Αστάρτη
– (2000) Πιάτα της απάτης, Αστάρτη
– (2000) Πιο πολύ, πιο πολλοί, Αστάρτη
– (2000) Συνταγές για κουζίνα αποψάτη, Αστάρτη
– (1999) Μαλβινέζικα, Αστάρτη
– (1999) Συνταγές για κόρες ακαμάτρες, Αστάρτη
– (1996) Έρωτας και άλλες πολεμικές τέχνες, Κάκτος
– (1991) Τα κορίτσια στη Σαβάνα, Νεφέλη
– (1989) Αθώος σαν αγαπημένος, Εκδόσεις Καστανιώτη
Νωρίτερα είχε δουλέψει σε εφημερίδες και Περιοδικά, όπως στον Επενδυτή, τα Επίκαιρα, την Γυναίκα, το Symbol, την Ελευθεροτυπία και την Απογευματινή. Δεν υποχώρησε ποτέ από το στυλ και τις αξίες της, κάνοντας διαρκώς στα κείμενά της παραπομπές στους αρχαίους συγγραφείς και τους πιο σύγχρονους.
Γαλούχησε μία ολόκληρη “γενιά” αρθρογράφων και συντακτών, μυώντας τους στη φιλοσοφική γνώση, την αχαλίνωτη φαντασία και την ελευθερία της έκφρασης. Η ίδια τολμούσε διαρκώς να φτιάχνει νέα πεδία, με αποκορύφωμα ίσως τα “Μαλβινέζικα”, τη γλώσσα – ιδίωμα των εκπομπών της. Λάτρης της τέχνης, κυρίως της λογοτεχνίας, μύησε το ευρύ κοινό στον Κούντερα, τον Ουμπέρτο Έκο και τον Νόαμ Τσόμσκι, έχοντας πάντα την υπερβολή σαν όπλο στην αδικία.
Τη θυμάμαι κάνα εικοσάλεπτο πριν τις βραδινές ειδήσεις του Mega να “τα χώνει” ακατάπαυστα προς πάσα κατεύθυνση, να καυτηριάζει, να σατιρίζει, να ξεσπά κι η ίδια σε τρανταχτά γέλια «στον αέρα» (πόσο αντιτηλεοπτικό αλλά και πόσο ξεκάθαρα Μαλβινίστικο!). Πρώτη φορά στην εφηβεία μου ενδιαφέρθηκα για τα πολιτικά, όχι τόσο (το παραδέχομαι με συστολή πλέον) για να διαμορφώσω άποψη, αλλά για να ευχαριστιέμαι την γελοιοποίηση των πολιτικάντηδων και να κατανοώ τις γκάφες τους.
Κάθε απόγευμα εκατομμύρια Έλληνες στήνονταν στους τηλεοπτικούς δέκτες για να ακούσουν την κλασική προσφώνηση της Μαλβίνας στο ξεκίνημα κάθε εκπομπής: «Φακάτοι μου κι ανάφτρες», αυτό το χαριτωμένο λογοπαίγνιο που συχνά εξηγούσε πως απλά δηλώνει ότι όλα και όλοι έχουν αναγωγή στο σεξ. Η Μαλβίνα είχε εντάξει στη θεματολογία της τα σαρδάμ των πολιτικών ταγών, ή τις όποιες ελληνικούρες τους και προσέγγιζε χαριτωμένα τον πολιτικό σχολιασμό στα δικά της πρωτότυπα καλιαρντά.
Ονόμαζε “Φωνή Κυρίας” τη στήλη της στην Ελευθεροτυπία, και Μαλβιnight την τηλεοπτική της εκπομπή, όπου σε πρώτη μετάδοση ο Σταμάτης Κραουνάκης έπαιξε στο πιάνο το “Αυτή η νύχτα μένει” και καθήλωσε το κοινό.
Ο τρόπος της Μαλβίνας Κάραλη ήταν άφταστος. Ο φακός τη λάτρευε και εκείνη φρόντιζε να του κάνει όλα τα χατήρια. Πϊσω από το σκέρτσο όμως, θύμιζε σε όλους διαρκώς, πως κρύβεται μία οξυδερκής και ευφυέστατη γυναίκα, με χιούμορ, άποψη, γνώση και ταλέντο. Μια γυναίκα που λίγο πριν φύγει τον Ιούνιο του 2002 έγραψε: Εγώ γλίτωσα πλέον και δεν είμαι σαν εσάς. Χόρτασα. Και λεφτά. Και οικογένεια και αγάπη. Κυρίως αγάπη…
Κείμενα και ατάκες από τη Μαλβίνα Κάραλη
«Ή είμαι ερωτευμένη και δυστυχώ με τρόπο αστείο, ή είμαι λογική και πλήττω θανάσιμα»
– «Στον έρωτα όταν έχεις σταθερές βάσεις, καλή ανατροφή, σωστές χαρακτηρολογικές δομές την χάνεις την αξιοπρέπειά σου απέναντι στον άλλον… διαφορετικά είσαι βλάκας».
– «Άντρας είναι ένας, ο άντρας μου. Ενδιάμεση κατάσταση δεν υπάρχει»
– «Αν είναι κακό να σκοτώνεις τον πλησίον σου δίχως λόγο, είναι χίλιες φορές πιο κακό να ερωτεύεσαι και να αγαπάς τον πλησίον σου δίχως λόγο»
– «Οι άνθρωποι όταν είναι να ξεπεραστούν, ξεπερνιούνται όπως οι μόδες»
Σχόλιο σε κείμενό της στην εφημερίδα “Χώρα” για τους μικροαστούς :
“(…)Αυτοί οι τύποι, οι μικροαστοί, δεν σκέφτονται ποτέ τους να αυτοκτονήσουν, όχι γιατί η ζωή τους ανήκει στο Θεό, αλλά στην ουσία, επειδή δεν αποφασίζουν ούτε για τη ζωή τους, ούτε για το θάνατό τους. Είναι αμνήμονες εκεί που τους συμφέρει, αλλά οραματιζόμενοι το μέλλον δεν ζουν ποτέ ένα παρόν της προκοπής. Κάνουν μακροπρόθεσμα όνειρα που, κατά κανόνα, τα προφταίνει ο θάνατος.
Χτίζουν ντουβάρια. Αγοράζουν οικοπεδάκια. Δεν ψάχνουν τσάντες, γιατί σπάνια ερωτεύονται και όπως όλοι οι βλάκες, ποτέ δεν νιώθουν ανίσχυροι. Τρέμουν τις υποχρεώσεις, αλλά τελικά παντρεύονται μια υπομονετικιά, αφού την πρήξαν επί χρόνια τόσο, που δεν θέλει πια ούτε να τους χέσει. Κάνουν δύο μόγγολα, γιατί “ένα ίσον κανένα”. Ή τρία αν τα δύο πρώτα είναι κορίτσια. Και βέβαια, τους αρέσουνε πολύ οι βιζιτούδες, τις οποίες πάντα ρωτάνε μετά το πήδημα: Πως ξέπεσες έτσι;
Όχι, δεν έχουν αρκουδάκι οι μικροαστοί. Μόνο σκουπίδια. Σε τρόφιμα, σε ιδέες, σε τρόπο ζωής, σε πράξεις. Την ξέρω απ’ έξω κι ανακατωτά την Αδελφότητα που βρήκε την πεμπτουσία της στο πρόσωπο του προέδρου. Τρέμει μην πιαστεί κορόιδο και πάντα πιάνεται. Υπεκφεύγει. Στρεψοδικεί. Αναβάλλει. Υποκρίνεται. Ζητάει τα πάντα και δεν δίνει τίποτα. Παριστάνει τη Δίκαιη. Αρνείται τα τεστ πατρότητας για να γλιτώσει τη Διατροφή και πάντα είναι από κοντά ένας μειλίχιος και τίμιος επαρχιακός δικηγοράκος, πρόθυμος να σπιλώσει την άπορη κακομοίρα.
Ο Μικροαστός δεν θέλει μπλεξίματα. Γι’ αυτό δεν μπορεί να είναι ποτέ επαναστάτης, άρα παλικάρι. Δεν είναι αντιπαθής σαν υπέρμετρος, είναι σιχαμένος σαν πλαγιοδρόμος. Νομίζει πως είναι διπλωμάτης και πως λύνει γόρδιους δεσμούς, στην ουσία όμως ξεμπερδεύει μόνο τον εαυτό του και τρελαίνει όλο τον κόσμο γύρω του. Κανείς δεν είναι πιο επικίνδυνος από αυτά τα ήσυχα, μειλίχια ανθρωπάκια, τους μικροαστούς.”
Επιμέλεια Κειμένου: Μαριάννα Κορνάρου