Λαγάνα: Το “γλύκισμα των φτωχών” και πως καθιερώθηκε στη νηστεία

Η λαγάνα, που καταναλώνεται την Καθαρά Δευτέρα, έχει την δική της γευστική ιστορία και το λόγο που μπήκε στις διατροφικές συνήθειες της Σαρακοστής.

Η Καθαρά Δευτέρα είναι η απαρχή μιας σημαντικότατης περιόδου για την Ορθόδοξη Εκκλησία, τη Σαρακοστή, δηλαδή την προετοιμασία για το Πάσχα που συνδυάζεται με νηστεία τροφών και παθών.

Έτσι η πρώτη βδομάδα της Σαρακοστής ονομάζεται Καθαρά Εβδομάδα και δίνει το χρόνο στο πιστό να εξαγνιστεί και να προετοιμαστεί. Η Εκκλησία θέσπισε ως εθιμικό δίκαιο ο πιστός τη Καθαρά Δευτέρα να τρέφεται με λαγάνα για να θυμάται τη βοήθεια που προσέφερε ο Θεός στους Ισραηλίτες με τα “άζυμα” και τους οδήγησε στη Έξοδο από την Αίγυπτο.

Η παρασκευή της είναι ίδια με τα άζυμα (δηλαδή χωρίς προζύμι) και με αυτό τον τρόπο αρχίζει η νηστεία των τροφών.

Η λαγάνα αναφέρεται ως έδεσμα σε πολλά κείμενα της αρχαιότητας. Ένα από αυτά είναι οι Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη, όπου αναφέρεται η φράση “λαγάνα πέττετται”, δηλαδή λαγάνες γίνονται.

Ο δε Οράτιος στα κείμενά του αναφέρει τη λαγάνα ως “Το γλύκισμα των φτωχών”. Η εκκλησιαστική θεωρία θέλει η λαγάνα να παρομοιάζεται με τον άρτο που κατανάλωσαν οι Ισραηλίτες κατά την έξοδό τους από την Αίγυπτο. Έκτοτε, επιβαλλόταν από το Μωσαϊκό Νόμο για όλες τις ημέρες της εορτής του Πάσχα, μέχρι που ο Χριστός στο τελευταίο του Πάσχα ευλόγησε τον ένζυμο άρτο.