Ο Πάνος Δημάκης, το γνωστό τηλεοπτικό “Γεράκι” του Chase, λάτρευε πάντοτε τα τηλεπαιχνίδια γνώσεων. Ήδη από το Γυμνάσιο τα παρακολουθούσε από την τηλεόραση. Ήταν τότε που άρχισε να καταλαβαίνει ότι μάλλον είναι κάτι στο οποίο είναι ιδιαίτερα καλός, καθώς πάρα πολύ συχνά έβρισκε τις απαντήσεις.
Πήγε στο πρώτο του τηλεπαιχνίδι γνώσεων σε ηλικία 25 χρονών, έπειτα από παρακίνηση ενός γνωστού του. «Ε, αυτό ήταν», λέει, «από εκεί κι έπειτα ήμουν κάτι σαν το “Σούπερ Αγόρι”. Κέρδιζα συνέχεια, έδιωχνα κόσμο, είχα μια άνεση. Γι’ αυτό και συνέχισα να πηγαίνω. Εντωμεταξύ, ήταν και μια πολύ καλή εποχή οικονομικά για τα τηλεπαιχνίδια».
Η φιλομάθειά του, η πίστη του στη δύναμη της γνώσης τού άνοιξαν πολλές πόρτες, μία εκ των οποίων ήταν και του «The Chase». Αυτή τη φορά, όμως, όχι ως παίκτη αλλά ως επαγγελματία κουίζερ. «Όταν μου πρότειναν να είμαι ένας από τους τέσσερις, πέρασα μαζί με τους άλλους εκατό υποψήφιους ένα μπαράζ δοκιμαστικών, τεστ γνώσεων και συνεντεύξεων, που διήρκησε συνολικά τρεις μήνες», θυμάται.
Τι σχέση έχει ο “Αδέκαστος Επιθεωρητής” του Chase με τη Νέα Ιωνία
Τώρα πια, δυο χρόνια ήδη ως Chaser, ο Πάνος Δημάκης συνεχίζει να διαβάζει και να μαθαίνει γιατί, όπως λέει, «η τύχη είναι δημοκρατική κι αυτό είναι πολύ ωραίο, αλλά ακριβώς γι’ αυτό προτιμώ να επαφίεμαι στις γνώσεις μου, που δεν είναι δημοκρατικές, με την έννοια ότι θέλουν και λίγη προσπάθεια».
Φωτ.: Σίσσυ Μόρφη
Δράττομαι της ευκαιρίας και του ζητώ να πάμε λίγο πίσω στον χρόνο – στο 2018 – και να μου αφηγηθεί πώς γεννήθηκε το πρώτο του μυθιστόρημα, οι «Δεκαεπτά Κλωστές». Πότε και πώς σκόνταψε πάνω σ’ αυτήν την συγκλονιστική ιστορία;
«Ήταν καλοκαίρι. Βρισκόμουν στα Κύθηρα για έναν γάμο. Ανήμερα της τελετής, το πρωί, είμαι καλεσμένος για “παραδοσιακό brunch” οι γονείς μιας φίλης μου στο σπίτι τους στο χωριό Καλοκαιρινές. Συμπτωματικά, τότε εγώ μόλις έχω βγάλει το πρώτο μου βιβλίο με τίτλο “Βερβενιώτικο Ιδίωμα”, το οποίο είναι το ιδίωμα του χωριού μου στην Αρκαδία. Ένα λεξικό δηλαδή. Πάνω στην κουβέντα, λοιπόν, το αναφέρει η φίλη μου στους γονείς της κι εκείνοι με ρωτούν πώς και μου ήρθε να καταγράψω κάτι τέτοιο. Όταν τους λέω πως τρελαίνομαι για παλιές ιστορίες, κοιτάζονται μεταξύ τους κι ύστερα μου λένε: “να σου πούμε κι εμείς μια ιστορία;”.
»Ξεκινούν, λοιπόν, να μου αφηγούνται την ιστορία της ειδεχθούς μαζική δολοφονίας που διαπράχθηκε την 23η Αυγούστου του 1909 σε εκείνο ακριβώς το χωριό. Με βγάζουν έξω στη βεράντα να μου δείξουν τον δρόμο όπου έγινε η σφαγή. Μου δείχνουν τη φωτογραφία μιας κοπέλας, συγγενούς τους. Μου λεν πως η μάνα της ήταν ανάμεσα στα θύματα. Αυτό εμένα με διέλυσε.
«Οι Δεκαεπτά Κλωστές αφηγούνται την τραγική πορεία ενός ανθρώπου, την ιστορία του οποίου θα μπορούσε κάλλιστα να έχει πλάσει ο Σοφοκλής»
»Ξεκινώ να κάνω έρευνα, με στόχο να μάθω όσα περισσότερα μπορώ για την μέχρι στιγμής άγνωστη στους περισσότερους ιστορία. Μια ιστορία που, αν και είναι άκρως πραγματική, φέρει μυθιστορηματικές συμπτώσεις. Αφορά την τραγική πορεία ενός ανθρώπου, την ιστορία του οποίου θα μπορούσε κάλλιστα να έχει πλάσει ο Σοφοκλής.
»Καθώς λοιπόν έκανα την έρευνά μου στις εφημερίδες της εποχής μέσα από το ψηφιοποιημένο αρχείο της Βουλής των Ελλήνων, πέφτω πάνω σε δύο αναφορές που μου δίνουν ένα συγκλονιστικό twist στην ιστορία, καθώς και στο άρθρο ενός δημοσιογράφου της εποχής, ο οποίος είχε γράψει για τον ρόλο της κοινωνίας και της Εκκλησίας και πόσο δεν βοήθησαν να αποτραπεί αυτή η σφαγή, αυτό το έγκλημα που έβραζε μέσα στην ψυχή αυτού του ανθρώπου. Γιατί αυτός ο άνθρωπος κάποια στιγμή απασφάλισε σαν χύτρα ταχύτητας.
«Ακόμα και σήμερα υπάρχει μεγάλη τοξικότητα. Αν ζούσε ο Καστελάνης σήμερα, θα είχε απασφαλίσει μήνες πριν»
»Καθώς σκάλιζα την ιστορία, μου γεννήθηκαν πολλές σκέψεις γύρω από την ηθική, τη μοίρα, την ελεύθερη βούληση, το bullying, τις ψευδείς ειδήσεις. Στο πρόσωπο της τότε κυθηραϊκής κοινωνίας είδα και την αρκαδική, όπου έχω μεγαλώσει, αλλά και την αθηναϊκή. Δεν αλλάζουν αυτά τα πράγματα. Ακόμα και σήμερα υπάρχει μεγάλη τοξικότητα. Σκέφτηκα πως αν ζούσε ο Καστελάνης (σ.σ. ο μακελάρης των Κυθήρων και κεντρικός ήρωας των “Δεκαεπτά Κλωστών”) σήμερα, θα είχε απασφαλίσει μήνες πριν, δεν θα άντεχε τόσο καιρό.
»Κάπως έτσι, έχοντας κάνει ενδελεχή έρευνα αλλά χωρίς να έχω γράψει ούτε μια παράγραφο πριν στη ζωή μου, άρχισα να γράφω τις “Δεκαεπτά Κλωστές”, βάζοντας πολλά μυθοπλαστικά στοιχεία. Δηλαδή, βασικότατοι χαρακτήρες, όπως η Άννα, η αρραβωνιαστικιά του Καστελάνη, και η οικογένειά της είναι όλοι πονήματα του νου μου. Έκανα επίσης κάποιες δραματουργικές επιλογές. Για παράδειγμα, επέλεξα η γυναίκα, η οποία έγινε η αιτία για να κατηγορηθεί ο Καστελάνης άδικα για σεξουαλική παρενόχληση, να μην είναι στο κόλπο. Αν και, όπως δείχνουν όλα, ήταν. Δεν πειράζει. Εγώ χαίρομαι για την επιλογή μου γιατί οι γυναίκες δαιμονοποιούνται διαρκώς, δεν έχουμε ανάγκη από άλλη μια Σαλώμη, μια πλανεύτρα σειρήνα.
«Αστειευόμενος, έλεγα ότι έρχεται ο Καστελάνης στον ύπνο μου και μου λέει την ιστορία του για να μην ξεχαστεί»
»Συνέβη όμως και χαρακτήρες και υποπλοκές που έπλασα με τη φαντασία μου να κολλήσουν απίστευτα με τα πραγματικά γεγονότα, έτσι που, αστειευόμενος, έλεγα ότι έρχεται ο Καστελάνης στον ύπνο μου και μου λέει την ιστορία του για να μην ξεχαστεί. Πάντοτε ήμουν υπέρμαχος του ότι οι ιστορίες δεν πρέπει να ξεχνιούνται, πρέπει να λέγονται. Το έλεγε κι ο Όμηρος, οι νεκροί δεν πεθαίνουν ποτέ, αν τους θυμάσαι».
Πηγή: Το Βήμα