Η Νέα Ιωνία συμπληρώνει 99 χρόνια από την ίδρυση της
Η Νέα Ιωνία έχει επέτειο. Ήταν 30 Ιουνίου του 1923 όταν έγινε η θεμελίωση του προσφυγικού συνοικισμού από τον Νικόλαο Πλαστήρα και τον ιερέα Παπαϊωακείμ Πεσματζόγλου, ο οποίος είχε οδηγήσει τους χιλιάδες συμπατριώτες του Σπαρταλήδες (από την πόλη Σπάρτη της Πισιδίας- ταπητουργικό κέντρο της Μικράς Ασίας) στην Ελλάδα, μετά την Μικρασιατική καταστροφή.
Εκτός των Σπαρταλήδων, στην περιοχή, που τότε ονομαζόταν «Ποδαράδες» εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Ινέπολη και την Κασταμονή, τη Σαφράμπολη, τη Νεάπολη, την Καππαδοκία, την Αλάϊα και την Αττάλεια της Παμφυλίας, τη Σμύρνη και τα περίχωρά της, τα Βουρλά, το Αϊβαλί, τα Θυάτειρα και άλλες πολιτείες της Μικράς Ασίας.
Το “κτήμα” ανήκε στο Ιερό Κοινό του Παναγίου Τάφου και είχε αγοραστεί το 1923 από το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων. Πρώτος δήμαρχος στις δημοτικές εκλογές του 1934 εξελέγη ο Γιώργος Φελέκης από τον Πόντο. Το 1934, μαζί με άλλους συνοικισμούς της Αθήνας και του Πειραιά, η Νέα Ιωνία ονομάστηκε δήμος.
Μία πόλη, 13 συνοικίες, 70.000 άνθρωποι
Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, η Νέα Ιωνία είχε πληθυσμό 67.134 κατοίκους, αριθμός που πιθανότατα ξεπεράστηκε με την πρόσφατη απογραφή του 2021. Η πόλη αποτελείται από 13 συνοικίες – γειτονιές: Νέα Ιωνία (κέντρο), Περισσός, Ινέπολη, Σαφράμπολη, Νεάπολη, Ελευθερούπολη, Αλσούπολη, Καλογρέζα, Λαζάρου, Ανθρακωρυχεία, Ειρήνη, Ομορφοκλησιά και Παλαιολόγου
Η Νέα Ιωνία αναπτύχθηκε ταχύτατα, παρά τις φοβερές ελλείψεις και την προχειρότατη εγκατάσταση σε μικρές προσφυγικές κατοικίες ή και σε σκηνές χιλιάδων προσφύγων. Όντας οι περισσότεροι κάτοικοι αστοί πρόσφυγες, ικανοί στο εμπόριο και τις επιχειρήσεις ανέδειξαν γρήγορα την πολιτεία τους σε μεγάλο βιομηχανικό κέντρο, με κύριους κλάδους: την Κλωστοϋφαντουργία και την Ταπητουργία. Γρήγορα η Νέα Ιωνία έγινε πόλος έλξης χιλιάδων εργατών από την επαρχία.
Η Νέα Ιωνία αποτέλεσε ένα αξιοθαύμαστο παράδειγμα προσαρμοστικότητας, αφού αναπτύχθηκε ταχύτατα ως βιομηχανική πόλη με αιχμή την ταπητουργία έως το κραχ του 1929 και την κλωστοϋφαντουργία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’50
Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 λειτουργούσαν περίπου 500 εργοστάσια και βιοτεχνίες στην περιοχή με 6.000-7.000 εργατικό προσωπικό. Σήμερα είναι ενεργά λιγότερα από δέκα μικρά υφαντουργεία.
Μετά τον πόλεμο, παρά τις μεγάλες απώλειες και τις χιλιάδες εξόριστους της, η πόλη ρίχτηκε και πάλι στη δημιουργία. Η Ταπητουργία όμως είχε παρηκμάσει, αφού τα χειροποίητα χαλιά είχαν αντικατασταθεί από τα μηχανοποίητα, τα εργοστάσιά της όμως άντεξαν ως τις αρχές της 10ετίας του ’60, οπότε άρχισαν ένα – ένα να κλείνουν, μη αντέχοντας το συναγωνισμό.
Κάποια από τα πιο εμβληματικά βιομηχανικά κτίρια («Εργοστάσιο Μουταλάσκη», «Βαμβακουργία Κυρκίνη» και μέρος των κτιρίων της «Ανατολικής Ταπητουργίας») κρίθηκαν διατηρητέα και σταδιακά άλλαξαν χρήση. Κάποια άλλα μεγάλης ιστορικής και αισθητικής αξίας δυστυχώς δεν άντεξαν στη φθορά του χρόνου, κάποια άλλα γκρεμίστηκαν (π.χ. Μεταξουργία Κυρκίνη, ΕΡΙΟΤΕΚ) αλλά αρκετά ακόμη τα οποία έχουν ένα αρχιτεκτονικό και ιστορικό ενδιαφέρον (π.χ. Υφαντουργία Ιωνική, παλιά κτίρια Υφαντουργίας 3Α) θα μπορούσαν αξιοποιώντας την εγχώρια και διεθνή εμπειρία να ενσωματωθούν στη λειτουργία της πόλης και να σωθούν από την εγκατάλειψη.
Αντισταθμιστικά όμως, θα έλεγε κανείς, αναπτύχθηκε ραγδαία το εμπόριο, ιδιαίτερα αφότου στην πόλη έφθασε ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος (1956), με αποτέλεσμα σήμερα η Νέα Ιωνία να θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες αγορές του λεκανοπεδίου.
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο πόλεμο η πόλη δέχτηκε κύματα εσωτερικής μετανάστευσης που «αλλοίωσαν» τον αμιγή προσφυγικό της χαρακτήρα και η περίοδος της αντιπαροχής, ιδιαίτερα από τη δεκαετία του ’70 και μετά, εξαφάνισε σε μεγάλο βαθμό τον προσφυγικό συνοικισμό ο οποίος αντικαταστάθηκε από πολυώροφες πολυκατοικίες.
Προσφυγικές κατοικίες στη Νέα Ιωνία
Με τον ερχομό των προσφύγων, δημιουργήθηκε ένας ταξικός διαχωρισμός μεταξύ γηγενών και προσφύγων. Παράλληλα οι κυρίαρχες τάξεις, νιώθοντας την ”απειλή” των μαζικών ροών καθώς και την προηγμένη τεχνογνωσία των Μικρασιατών σε ποικίλα θέματα, δημιούργησαν μεγάλες κοινωνικές προστριβές. Αυτό οδήγησε την άρχουσα ελληνική τάξη και τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα, να εγκατασταθούν σε δικές τους συνοικίες όπως το Ψυχικό, την Κηφισιά, τη Φιλοθέη,το κέντρο του Πειραιά και το Κολωνάκι.
Επιπροσθέτως, το γεγονός πως συγκεντρώθηκαν σε συνοικίες πρόσφυγες, οι οποίοι με ελάχιστα μέσα και μεγάλες ελλείψεις έχτιζαν τη νέα τους ζωή δουλεύοντας σε άθλιες συνθήκες εργασίας και βιώνοντας καθημερινά απώλειες δημιούργησε έντονες ταξικές διαφορές.
Έτσι η πολιτική αποκατάσταση των προσφύγων, ήταν λογικό να δημιουργήσει ομοιογενείς εργατικές και λαϊκές περιοχές με την πιο χαρακτηριστική περιοχή αυτή της Νέας Ιωνίας, όπου αποτελούσε μέχρι και τη δεκαετία του 1960 βιομηχανική ζώνη, με εκατοντάδες ταπητουργία, βιοτεχνίες και εργοστάσια.
Από τα 40 οικόπεδα, που διέθεσε η ΕΑΠ για την ανέγερση εργοστασίων στους πρόσφυγες, τα 25 δόθηκαν στην Νέα Ιωνία. Ήταν λογικό λοιπόν οι κατοικίες και οι συνοικίες της Νέας Ιωνίας, να έχουν έντονο το λαϊκό και εργατικό στοιχείο καθώς και την προχειρότητα πολλών κατοικιών που χτίστηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα για να καλύψουν τη στέγαση χιλιάδων προσφύγων που έρχονταν για να πιάσουν δουλειά στα νέα εργοστάσια.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα των προσφυγικών της Νέας Ιωνίας είναι πως οι κατοικίες συνενώνονται με τις βιομηχανικές ζώνες, σαν προέκτασή τους, που άρχισαν να δημιουργούνται στην ευρύτερη περιοχή. Η Νέα Ιωνία ουσιαστικά χωρίστηκε σε δύο ζώνες. Η πρώτη ζώνη αποτελούνταν από τα ”προσφυγικά” και τις συνοικίες. Η δεύτερη ζώνη αποτελούνταν αρχικά από τα εργοστάσια και τα λατομεία στην περιοχή της Ελευθερούπολης.
Οι κατηγορίες στις οποίες χωρίζονται τα ”προσφυγικά” είναι κατά κύριο λόγο τρεις: Σε μεγάλο βαθμό κυριαρχούν οι μικρές μονοκατοικίες, οι οποίες αποτελούν και την πλειοψηφία κατοικιών που διατηρούνται μέχρι σήμερα, κυρίως στην περιοχή της Ελευθερούπολης. Η δεύτερη κατηγορία αποτελείται από τις διπλοκατοικίες ενώ η τρίτη κατηγορία αποτελείται από τις τετρακατοικίες. Τα σπίτια ήταν μονοώροφα και διώροφα, ανάλογα με τον αριθμό προσφύγων που στέγαζαν και τις ανάγκες που είχαν.