Τα απογεύματα ήταν μόνο για παιχνίδι. Τίποτα άλλο δεν ήταν πιο σημαντικό. Παιχνίδι με όλα τα παιδιά της γειτονιάς. Συνήθως δεν βλεπόμασταν με τα παιδιά από άλλο τετράγωνο, παρά μόνο αν αποφασίζαμε να ξεφύγουμε από τις συνηθισμένες κρυψώνες της γειτονιάς μας, όταν παίζαμε κρυφτό, κάτι που επιλέγαμε σπάνια να κάνουμε μιας και δεν το επέτρεπαν οι γονείς μας.
Βέβαια τα νέα, όπως ότι θα παίξουμε καραγκιόζη ή κουκλοθέατρο μαθαίνονταν γρήγορα στις γύρω γειτονιές, από τους μεσότοιχους ή από τους περίεργους/ κουτσομπόληδες της γειτονιάς.
* * *
Κάθε μέρα είχαμε σχολείο, τρεις μέρες πρωί και τρεις απόγευμα, και το Σάββατο. Οι βάρδιες ήταν αναγκαίες, γιατί τα σχολεία στην κάθε περιοχή ήταν μετρημένα και τα παιδιά πολλά. Εμείς πηγαίναμε στο 6ο, στο σχολείο της Βασιλίσσης*, στον Περισσό, σε τάξεις με 40-45 παιδιά, με τον μαυροπίνακα, με τις κιμωλίες και το σφουγγάρι,την έδρα, τα μεγάλα ενωμένα διθέσια ξύλινα θρανία, τις μπλε ποδιές με το άσπρο υφασμάτινο κολλαριστό γιακαδάκι, υποχρεωτικά κάτω από το γόνατο -ποτέ πάνω από το γόνατο- , και με τη σόμπα -Θερμίς-** που δούλευε με πετρέλαιο, στο κέντρο της αίθουσας .
Η αυλή του σχολείου ήταν στρωμένη με λεπτό χαλίκι, που από ατσαλοσύνη ή από απροσεξία, τραυματίζαμε, κυρίως τα γόνατα. Είχαμε όλοι παρασημοφορηθεί από τα χαλίκια της αυλής. Είχαμε καμιά δεκαριά βρύσες στη σειρά με γούρνα από μωσαϊκό. Οι αμφιθεατρικές βαθμίδες στα δεξιά της αυλής, ήταν για να καθόμαστε και να παρακολουθούμε τις σχολικές γιορτές και τις γυμναστικές επιδείξεις. Το υπόλοιπο διάστημα , τις χρησιμοποιούσαμε οι παρέες για να συνομιλούμε , να παίζουμε πεντόβολα ή τρίλιζα, που τη ζωγραφίζαμε με κιμωλία.
* * *
Η οικονομική κατάσταση ήταν ίδια για όλους. Τα σπίτια μας τα χαρακτήριζε η λιτότητα, η απλότητα,μα πάνω απ΄όλα η καθαριότητα. Διέθεταν τη βασική επίπλωση όπως, τα κρεβάτια , το τραπέζι με τις καρέκλες. Τίποτα δεν περίσσευε, τίποτα δεν είναι παραπανίσιο.
Οι αυλές, αν και μικρές, είχαν λουλούδια και μυρωδικά, όπως βασιλικό, δενδρολίβανο, δυόσμο.Μην ξεχνάμε όλοι , ό,τι γύρω γύρω κατοικούσαν μικρασιάτες πρόσφυγες με κουζίνα που απαιτούσε το δυόσμο ή το βασιλικό. Τα δένδρα που είχαμε ήταν λεμονιές, μπολιασμένες από νεραντζιές και μουριές. Οι μουριές, μας ανάγκαζαν ως παιδιά να γινόμαστε «κλέφτες» και να σκαρφαλώνουμε στις χαμηλές μάντρες για να κόψουμε μια χούφτα μούρα, κατά τον Μάη. Ποτέ παραπάνω για να αφήσουμε και στους ιδιοκτήτες τους.
Οι παιδικές μας φωνές από τα παιχνίδια δεν άρεσαν σε όλους τους γείτονες που όταν έβρισκαν ευκαιρία καλούσαν τον χωροφύλακα για να κάνει παρατήρηση στους γονείς μας.
«Να μαζέψουν τα παιδιά τους, κύριε χωροφύλακα, γιατί φωνάζουν, καθώς παίζουν και μου παίρνουν το κεφάλι» , έλεγε ο κύριος Κώστας,ο ιδιότροπος και μοναχικός γείτονας.
Εμείς περιμέναμε την απάντηση του χωροφύλακα , που αφού κοιτούσε το ρολόι και έβλεπε ότι δεν ήταν ώρα κοινής ησυχίας -τρεις με πέντε- απαντούσε: « Μπορεί να ενοχλείστε, αλλά η ώρα είναι κατάλληλη. Αν μόνο μπουν στην αυλή σας τότε, αυτό που μπορώ να κάνω καταρχάς είναι να τα επιπλήξω». Μετά μας χαιρετούσε και έφευγε.
Παρ’ όλη τη δυστροπία του κ. Κώστα οι γονείς μας δεν θύμωναν μαζί του. Πιο πολύ τον λυπόντουσαν.
***
Οι αναφορές για την περίοδο εκείνη γίνονται για να καταλάβετε το πλαίσιο που διαδραματίστηκε η ιστορία μου μία Κυριακή, η οποία παραμένει ανεξίτηλη στη μνήμη μου.
***
Ήταν 1967, αρχή καλοκαιριού. Είχε ήδη ανέβει στην εξουσία η χούντα των συνταγματαρχών, με το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου.
Εμείς ως συνήθως παίζαμε στη γειτονιά, μένοντας λίγο παραπάνω έξω για παιχνίδι. Όταν αποφασίσαμε να μαζευτούμε στα σπίτια μας και λίγο πριν σκοτεινιάσει τελείως, βλέπουμε με τη μητέρα μου, τη γειτόνισσα, τη μοναδική δημόσιο υπάλληλο της γειτονιάς μας, που εργαζόταν στο Υπουργείο Υγείας, να βγάζει έξω από την πόρτα της βιβλία. Τα τοποθετούσε δίπλα στον σκουπιδοτενεκέ της για να τα πάρουν το επόμενο πρωί οι υπάλληλοι του δήμου. Αφού λοιπόν τα στοίβαξε μας καληνύχτισε, χωρίς να δώσει κάποια εξήγηση στα απορημένα μας βλέμματα. Ήταν μία από τις πιο ευγενικές φιγούρες της γειτονιάς, μορφωμένη που αγαπούσε τη δουλειά της και δεν είχε κανένας να της προσάψει κάτι. Ήταν μοναχικός άνθρωπος,που η κύρια έγνοια της ήταν η φροντίδα της υπερήλικης μητέρας της.
* * *
Για να ξαναγυρίσω όμως στο θέμα μας. * Τα βιβλία εκτός, στοιβαγμένα; Αφημένα στο πεζοδρόμιο, για να τα πάρει το επόμενο πρωινό το σκουπιδιάρικο; Α π ί σ τ ε υ τ ο. Στα σπίτια όλων μας εκείνη την εποχή, υπήρχαν μόνο σχολικά βιβλία και τετράδια. Λογοτεχνικά βιβλία δεν είχαν παρά μόνο ελάχιστοι άνθρωποι. Τα βιβλία κόστιζαν και βασική προϋπόθεση για να τα αγοράσει κάποιος είναι να έχει χρήματα και να επισκεφτεί τα λίγα βιβλιοπωλεία που υπήρχαν στο κέντρο της Αθήνας. Στη γειτονιά υπήρχε μόνο ψιλικατζίδικο για να αγοράζουμε τα τετράδια και τα μολύβια μας .Αυτά λοιπόν τα αγορασμένα βιβλία ήταν σε ντάνες κάτω στο πεζοδρόμιο.
Μετά την πρώτη έκπληξη, με τη βοήθεια της μητέρας μου τα μεταφέραμε και τα στοιβάξαμε σε ένα ψηλό σκαμνάκι στο χωλ.
* * *
Θα αναρωτιέστε γιατί πέταξε τα βιβλία η γειτόνισσα που είχε αγοράσει και που κόστιζαν αρκετά χρήματα. Την απάντηση έδωσα μερικά χρόνια αργότερα.
* * *
Αρκεί να σκεφτούμε τις πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν εκείνη τη χρονική στιγμή. Η γειτόνισσα μας ήταν δημόσιος υπάλληλος και δεν ήθελε να διακινδυνεύσει τη θέση της. Η απαγόρευση πολλών πραγμάτων, ο περιορισμός, οδήγησαν τη γειτόνισσα μας στο να ξεφορτωθεί τα βιβλία. Μαζί με τα απαγορευμένα – βιβλία ρώσων συγγραφέων, προοδευτικών ελλήνων συγγραφέων- βρέθηκαν στο πεζοδρόμιο και εκείνα που δεν είχαν απαγορευτεί.
Κάποια από τα βιβλία που κληρονομήσαμε με αυτόν το τελείως απρόσμενο τρόπο ήταν «Η Αναστασία» του Τολστόι», «ο Ηλίθιος» του Ντοστογιέφσκι, το τετράτομο έργο «Οι άθλιοι» του Βίκτωρος Ουγκώ, «Η Κυρία με το σκυλάκι» του Άντον Τσέχωφ, «Η καλύβα του μπαρμπα-Θωμά, της Χάριετ Μπίτσερ Στόου, «Ένα παιδί μετράει τ΄άστρα», του Μενέλαου Λουντέμη.
Κακό πράγμα η δικτατορία, ο περιορισμός της ελευθερίας και του λόγου. Τα βιβλία όμως που έφτασαν με αυτόν τον ανεπάντεχο τρόπο στα χέρια μου προμήνυαν την αρχή ενός ταξιδιού, που ευτυχώς είχε συνέχεια.
*Ονομάζονταν έτσι γιατί ήταν φτιαγμένα για άπορες κορασίδες από τη Βασίλισσα Φρειδερίκη, από χρήματα που μάζεψε με το γνωστό «φόρο της Φρειδερίκης» * *Η εταιρεία «Θερμίς» ιδρύθηκε το 1931 στην περιοχή της Ριζούπολης με σκοπό την κατασκευή προϊόντων θέρμανσης
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Βιογραφικό Σημείωμα: Η Ελευθερία Παναγιωτοπούλου γεννήθηκε στον Περισσό και σπούδασε Ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο Λομονόσωφ της Μόσχας (Master στην Νευροψυχολογία). Το 2012 ολοκλήρωσε την εκπαίδευση της από τη σχολή Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Εργάστηκε στο Παιδοψυχιατρικό Νοσοκομείο , σε Ιατροπαιδαγωγικό Κέντρο και στο Νοσοκομείο Παίδων Π. και Α. Κυριακού, καθώς και στο ιδιωτικό της γραφείο με ομάδες ενηλίκων.
Έχει εκδώσει τα βιβλία «Οι μύθοι της Düss -Παρουσίαση του τεστ» και το «Εγχειρίδιο για Ψυχολόγους παιδιών και εφήβων». Επίσης από τις Εκδόσεις Λιβάνη εκδόθηκε το διήγημα της «Τα ανείπωτα» , 2019 .
Την ίδια χρονιά βραβεύτηκε και το διήγημα της «Το πατάρι των ονείρων» σε διαγωνισμό του εκδοτικού οίκου Εύμαρος. Το 2020 εκδόθηκε το βιβλίο της «Ρωγμές ιστορίας» και το 2021 το βιβλίο που συνέγραψε με την Ντβέικ Άιντα Ξένη «Λέμε νανουρίσματα Λέμε ιστορίες/ μύθους», και τα δύο Εκδόσεις Λιβάνη.