Ο Σπύρος Λούης είναι κάτι παραπάνω από ένας Ολυμπιονίκης Μαραθωνοδρόμος. Είναι η τρανή απόδειξη του “όποιος θέλει, μπορεί”. Ο άνθρωπος που κατάφερε το ανέφικτο και παρέμεινε ανεπηρέαστος από τη μεγαλειώδη νίκη του. Το κύπελλό του 128 χρόνια “γυρίζει” τα Αθλητικά κέντρα και τα μουσεία του πλανήτη, εμπνέοντας χιλιάδες ανθρώπων και θυμίζοντας πως πραγματικά η νίκη είναι θέμα θέλησης, πίστης και προσπάθειας.
Ήταν 128 χρόνια πριν, σαν σήμερα, 29 Μαρτίου του 1896 όταν ο μεγάλος Έλληνας Ολυμπιονίκης, ο Σπύρος Λούης, έμπαινε θριαμβευτικά, τερματίζοντας πρώτος και αποθεωνόταν από χιλιάδες κόσμου στο Καλλιμάρμαρο στάδιο.
Ο Σπύρος Λούης γεννήθηκε στις 12 Ιανουαρίου 1872 στο Μαρούσι, από φτωχή αγροτική οικογένεια. Όπως είναι γνωστό, ο πατέρας του ήταν νερουλάς και ο νεαρός Σπύρος τον βοηθούσε κουβαλώντας το νερό. Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας διακρίθηκε για την αντοχή του, γεγονός που εξέπληξε τους ανωτέρους του.
Ο Λούης έτρεξε στον αγώνα του Μαραθωνίου των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας στις 29 Μαρτίου 1896, χωρίς καμία προετοιμασία και κατόρθωσε να επικρατήσει των αντιπάλων του, επευφημούμενος από 80.000 θεατές που είχαν κατακλύσει το Καλλιμάρμαρο.
Ο πρώτος προκριματικός αγώνας έγινε στις 22 Μαρτίου 1896 με νικητή το Χαρίλαο Βασιλάκο, σε χρόνο 3 ώρες και 18 λεπτά, ενώ ο Λούης συμμετείχε στους δεύτερους προκαταρκτικούς οι οποίοι πραγματοποιήθηκαν δύο εβδομάδες αργότερα και τερμάτισε στην πέμπτη θέση.
Την Παρασκευή 29 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε ο Μαραθώνιος δρόμος, στον οποίο ο Λούης συμμετείχε με τους φίλους του Γιώργο Λαυρέντη, Λευτέρη Παπασημεών και Σταμάτη Μασούρα και τους Βρεττό και Καφετζή από το Χαλάνδρι.
Ο Λούης στήθηκε στην αφετηρία μαζί με ακόμη 16 αθλητές, 12 Έλληνες και 4 αλλοδαπούς, για να συναγωνιστεί στον πρώτο Μαραθώνιο που διοργανώθηκε ποτέ. Το αγώνισμα του Μαραθωνίου είχε εισηγηθεί ο Γάλλος φιλόλογος Μισέλ Μπρεάλ σε ανάμνηση της διαδρομής του Φειδιππίδη μετά τη Μάχη του Μαραθώνα.
Η έκβαση αυτού του αγώνα έμελλε να χαραχτεί στην ιστορία του Παγκόσμιου Αθλητισμού, ως σύμβολο θέλησης, κουράγιου και ατομικής προσπάθειας. Ένα λεπτό πριν από τις πέντε το απόγευμα ο Λούης εισήλθε στο Παναθηναϊκό Στάδιο τερματίζοντας πρώτος, μπροστά στα μάτια δεκάδων χιλιάδων θεατών. Ανάμεσά τους ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο πρίγκιπας Κωνσταντίνος. Ο Λούης τερμάτισε πρώτος διατρέχοντας τα 40 τότε χιλιόμετρα και 195 μέτρα, σε χρόνο 2 ωρών, 58 πρώτων λεπτών και 50 δευτερολέπτων.
Όταν ο βασιλιάς Γεώργιος τον ρώτησε τι δώρο θα ήθελε για την επιτυχία του, ο Λούης ζήτησε απλά μια σούστα και έναν όνο για να μεταφέρει νερό στα σπίτια. Ωστόσο, στη γενέτειρα του, στο Μαρούσι στήθηκε ολοήμερο γλέντι και την Κυριακή 31 Μαρτίου ο Λούης παρακάθησε σε επίσημο πρόγευμα που παρέθεσε ο βασιλιάς Γεώργιος στα Ανάκτορα, όπου παρουσιάσθηκε με στολή εύζωνα και με τη συνοδεία του υπερήλικα πατέρα του.
Η απονομή των μεταλλίων στους νικητές έγινε την Τετάρτη, 3 Απριλίου 1896, ημέρα λήξεως των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο Σπύρος Λούης έλαβε κλαδί ελιάς και ασημένιο μετάλλιο, καθώς τότε δεν προβλεπόταν χρυσό μετάλλιο, ενώ ο δεύτερος νικητής, ο Χαρίλαος Βασιλάκος τιμήθηκε με ένα δάφνινο στεφάνι.
Μετά τη λήξη των Ολυμπιακών, η φήμη του Σπύρου Λούη εξαπλώθηκε στα πέρατα του κόσμου και η δόξα του γιγαντώθηκε στο εσωτερικό της χώρας μας. Πόλεις και χωριά από όλη την Ελλάδα τον καλούσαν για να τον τιμήσουν, την ίδια ώρα που χιλιάδες φωτογραφίες του τσολιά ταξίδεψαν ως καρτ ποστάλ στις τέσσερις γωνιές του κόσμου.
Το αποκορύφωμα της διεθνούς προβολής του έλαβε χώρα στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου το 1936, όπου τιμήθηκε από τον ίδιο τον Αδόλφο Χίτλερ. Ο φωτογραφικός φακός απαθανάτισε τον Έλληνα μαραθωνοδρόμο να προσφέρει στον Χίτλερ κλαδί ελιάς, ως σύμβολο μιας εύθραυστης ειρήνης που σύντομα θα καταστρατηγούνταν.
Η επίμαχη φωτογραφία χρησιμοποιήθηκε μάλιστα εκτεταμένα κατά τη γερμανική Κατοχή: όταν η Γκεστάπο έπιανε κάποιον, οι συγγενείς του συνήθιζαν να παραθέτουν την εικόνα ισχυριζόμενοι ότι ο συλληφθείς ήταν συγγενής του Έλληνα ολυμπιονίκη! Ο Σπύρος Λούης ήταν πλέον λαϊκός ήρωας και όλοι ήθελαν να του προσφέρουν ένα δώρο, δανειζόμενοι λίγη από τη δόξα του, την οποία ωστόσο αυτός φαινόταν να καταφρονεί!
Από τις εφημερίδες εποχής ανασύρουμε: «Ο κύριος Κυπαρίσσης, πρόεδρος της συντεχνίας αργυροχρυσοχόων, του πρόσφερε μία χρυσή αλυσίδα, ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, κύριος Τζιβανόπουλος, ένα δαχτυλίδι, ο καφεπώλης Δημήτριος Μπαβέας δωρεάν καφέδες για ένα χρόνο, ο Παύλος Αθανασίου 100 οκάδες κρασί, η ξενοδόχος Δήμητρα Βιβή δωρεάν φαγητό εφόρου ζωής, οι Σιδηρόδρομοι Αττικής δωρεάν εισιτήριο εφόρου ζωής, ο Μιχαήλ Βόδας μια κυνηγετική καραμπίνα και η εταιρεία Σίνγκερ μία ραπτομηχανή»!
Ο Σπύρος Λούης μετά τον θρίαμβό του δεν ξανάτρεξε ποτέ κι έζησε μία ήρεμη ζωή στη γενέτειρά του, το Μαρούσι, εργαζόμενος ως αγρότης, κηπουρός, νερουλάς και αργότερα ως τοπικός αστυνομικός.
Η νίκη του όμως, σ’ αυτούς τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες αποτέλεσε παράδειγμα θέλησης και δύναμης ενώ η φυσιογνωμία του έμεινε στην ιστορία για την σεμνότητα και το ήθος του. Ο νερουλάς από το Μαρούσι παρέμεινε νερουλάς και μετά τον άθλο του, ένας γνήσιος και απλός λαϊκός ήρωας δηλαδή που δεν άλλαξε στο παραμικρό τη ζωή του κάτω από το φως της σπουδαίας και ιστορικής πρωτιάς του.
Συνέχισε να δουλεύει σκληρά, παρέμεινε για όλη του τη ζωή μεροκαματιάρης και μέχρι και στη φυλακή σύρθηκε αδίκως, κατηγορούμενος για πλαστογραφία! Ο Λούης ήταν όμως μεγαλύτερος από τις μικρότητες του κόσμου και άφησε παρακαταθήκη έναν μύθο ακέραιο και αλώβητο μάθημα ζωής…