Ο “Ναπολέων” του Ρίντλεϊ Σκοτ με τον Χοακίν Φίνιξ κάνει πρεμιέρα

Με το πολυδιαφημισμένο επικό βιογραφικό δράμα «Ναπολέων» του Ρίντλεϊ Σκοτ, να μπαίνει πρώτο στην ατζέντα των σινεφίλ και λόγω του πρωταγωνιστή Χοακίν Φίνιξ, ξεκινά η νέα κινηματογραφική εβδομάδα. Πρόκειται για δραματική περιπέτεια εποχής, αμερικάνικης και βρετανικής παραγωγής του 2023, σε σκηνοθεσία Ρίντλεϊ Σκοτ, με τους Χοακίν Φίνιξ, Βανέσα Κέρμπι, Εντουάρ Φιλιπονέ, Ταχάρ Ραχίμ, Γιουσέφ Κερκούρ κα.

Ο Ρίντλεϊ Σκοτ με το «Ναπολέων» του, αποφεύγει τα ακανθώδη του θέματός του και φτιάχνει μία χορταστική επική δραματική περιπέτεια, συνδυάζοντάς την με το ερωτικό πάθος του στρατηλάτη για την Ιωσηφίνα.

Απ’ την άλλη, αν και ο Σκοτ αποφεύγει τις πολλές πολιτικές αναφορές και τις ιδεολογικές διαμάχες ή τα γεωστρατηγικά παιχνίδια που παίζονταν εκείνη την εποχή στις βασιλικές αυλές, είναι φανερό ότι δίνει ορισμένους πόντους συμπάθειας προς τη μοναρχία.

Καθόλου τυχαία, η ταινία ξεκινά με την Μαρία Αντουανέτα να οδεύει στην γκιλοτίνα, θαρραλέα και περιφρονητικά προς τον επαναστατημένο λαό, κάτι που γοητεύει τον – ακόμα άσημο αξιωματικό – Ναπολέοντα, ενώ τις περισσότερες φορές παρουσιάζει τους ηγέτες της γαλλικής επανάστασης, στα όρια της καρικατούρας, ως διψασμένους αγροίκους για εξουσία.

Ο Σκοτ, πάντως, αναδεικνύει την στρατιωτική ιδιοφυΐα του Ναπολέοντα, αλλά και τα βαθιά συμπλέγματα του χαρακτήρα του, που προέρχονται – ηθελημένα ανιστόρητα – από την ταπεινή του καταγωγή. Και βεβαίως το πόσο τον επηρεάζει η Ιωσηφίνα στην πορεία του μέχρι να φτάσει στην κορυφή, αλλά και στην πτώση του, όταν την εγκαταλείπει, παρότι παραμένει το πάθος του για πάντα – για να αποκτήσει διάδοχο από την Μαρία Λουίζα της Αυστρίας.

Η Ιωσηφίνα, γοητευτική, σαγηνευτική και οξυδερκής, βασανισμένη στα νιάτα της, παραμένει μία ανεξερεύνητη προσωπικότητα, μια καλλονή που επηρεάζει τις αποφάσεις του Ναπολέοντα και περισσότερο το πεπρωμένο του. Όλα τα άλλα πρόσωπα της ιστορίας απλώς περνούν από το πανί ως θολές φιγούρες, ξεχωρίζοντας τον Ουέλινγκτον, προφανώς θέλοντας να τιμήσει ο Σκοτ τον Άγγλο συμπατριώτη του…

Στα υπέρ της ταινίας ορισμένα χιουμοριστικά διαλείμματα, η πολυαναμενόμενη κινηματογράφηση της μάχης του Άουστερλιτς και ειδικά με τα υπέροχα πλάνα της βύθισης στρατιωτών και αλόγων στον ποταμό Λίτοβα, τον οποίο βομβάρδισε ο Γάλος στρατηλάτης για να σπάσει η παγωμένη επιφάνεια του και να καταπιεί τους αντιπάλους του, καθώς και η κατάληψη της Μόσχας και το κάψιμο της πόλης από τους ίδιους τους Ρώσους. Αντιθέτως, αχρείαστες ήταν οι σκηνές μάχης του Βατερλό – αρκούσε η σκηνή της βροχής – κατά την οποία οι ευκολίες των ψηφιακών μέσων βγάζουν μάτι.

Επίσης, θα ξενίσει πολλούς η επιλογή του Σκοτ και του διευθυντή φωτογραφίας Ντάριους Βόλσκι να χρησιμοποιούν μονίμως γαλάζια ή απαλά κίτρινα φίλτρα, την εξαφάνιση του ήλιου, των κοντράστ και το άνοιγμα της χρωματικής παλέτας, κάτι που μοιάζει με εμμονή, αλλά τουλάχιστον θα διευκολύνει τους πάσχοντες με φωτοφοβία.

Ωστόσο, οι θαυμαστές του Χοακίν Φίνιξ, δεν θα απογοητευτούν, καθώς ο σημαντικός ηθοποιός θα αγνοήσει τα στερεότυπα για τον Ναπολέοντα. Θα φτιάξει λίγο πολύ ένα δικό του ήρωα, θα σπάσει τη μονοτονία ενός μεγαλομανούς και ουκ ολίγες φορές θα υπονομεύσει το μεγαλείο του, θα αναδείξει την εύθραυστη ψυχοσύνθεσή του και την ευαλωτότητα του χαρακτήρα του, χωρίς να υποβαθμίζει τις στρατηγικές του ικανότητες. Εξαιρετική και η Βανέσα Κέρμπι ως Ιωσηφίνα, αλλά δυστυχώς τη βλέπουμε πάντα μέσα από τα μάτια του πρωταγωνιστή, περιορισμένη να ασφυκτιά στον κορσέ που της έχει επιβάλει ο Σκοτ.

Με δυο κουβέντες, μία επική περιπέτεια δυόμιση ωρών, που βλέπεται ευχάριστα και που απλώς προστίθεται στις πολλές ταινίες με θέμα τον Ναπολέοντα, απ’ τις οποίες ξεχωρίζει εμφανώς το ομότιτλο αριστούργημα του Αμπέλ Γκανς, που γύρισε πριν από περίπου έναν αιώνα.

Πηγή: ΑΠΕ