Σ’ αυτή τη χώρα, μας αρέσει να “στρατοπεδεύουμε”. Να διαλέγουμε ομάδα και να παθιαζόμαστε με τον αντίπαλο. Να διαλέγουμε κόμμα και να αφορίζουμε τα υπόλοιπα. Να διαλέγουμε άποψη και να κωφεύουμε σε όσα λένε οι άλλοι.
Κάποια αρχέγονη ανάγκη -που αργά ή γρήγορα θα αποκρυπτογραφήσουν οι ψυχολόγοι– μας επιβάλλει έναν αέναο και σπαρακτικό εμφύλιο, σε μικροδόσεις, τέτοιες που να εκτονώνουν σταδιακά το βαθύ συγκρουσιακό μας “εγώ”.
Παρακολουθώ έκπληκτη τα τελευταία 24ωρα πως για μία ακόμη φορά η Ελλάς διχάζεται μεταξύ υποστηρικτών και ορκισμένων εχθρών μίας παράστασης που ανέβηκε στην Επίδαυρο. Εμπνευσμένη από το θέμα της δικομανίας, που κατατρέχει τους συνέλληνες από την εποχή του Αριστοφάνη.
Ο μαέστρος της σάτιρας έβαλε τότε τις Σφήκες του, να τσιγκλίσουν το φιλοθεάμον κοινό, στήνοντας παγίδα στον Κλέωνα. Όχι τον καύσωνα, που όλως τυχαίως βρέθηκε με το ίδιο όνομα το περασμένο Σάββατο στην Επίδαυρο. Αλλά τον δικομανή Αθηναίο στρατηγό, που με τη ρητορική του δίχαζε τους Αθηναίους και τους μετέτρεπε σε κατ’ επάγγελμα ενόρκους, κριτές και επικριτές.
Οι Σφήκες της Κιτσοπούλου και το κοινωνικό δηλητήριο
25 αιώνες μετά, μία αιρετική σκηνοθέτης βασίστηκε στην υπόθεση του Αριστοφάνη για να αναδείξει παθογένειες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας: την τοξικότητα, τα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, την επιβολή της άποψης αντί για το διάλογο και την ανάγκη να “ξέρουμε όλοι για όλα” μέσα από πρόχειρες αλλά εύπεπτες αναλύσεις. Και με ένα μοναδικό τρόπο δικαιώθηκε. Έγινε η ίδια το απόλυτο case study για το θέμα που τόλμησε να αναδείξει.
Έχω τρεις απορίες. Αναρωτιέμαι, όσοι παίρνουν θέση για την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου:
1. Την είδαν; Πήγαν στην Επίδαυρο και είδαν την παράσταση;
2. Αν δεν την είδαν, ξέρουν τι είναι τα echo chambers και τα filter bubbles;
3. Aν ξέρουν, κατανοούν πως δεν υπάρχει λόγος να εκφέρουν άποψη;
Ως μη ειδήμων του θεάτρου, πλην όμως λάτρης του είδους που με βάζει σε σκέψεις, έχω τις δικές μου απαντήσεις:
- Ναι, την είδα. Πήγα στο λιοπύρι και πάλεψα με τις χιλιάδες -κυριολεκτικές- σφήκες που κατάκλυσαν το χώρο από τη ζέστη. Είδα το “αστείον του πράγματος” καθώς οι Σφήκες ταίριαζαν γάντι με τον τίτλο. Α και δεν πρόσβαλε διόλου την αισθητική μου η βωμολοχία, οι σκηνικές ακροβασίες και το ραπάρισμα της σκηνοθέτιδας.
- Ναι, ξέρω. Γι’ αυτό προτιμώ να διαβάζω τους ιθύνοντες. Αν θέλω κριτική θεάτρου, διαβάζω εκείνον που αμείβεται για να την γράψει. Και αν διαβάσω αντικρουόμενες κριτικές ειδικών, μπορεί και να θελήσω να διαβάσω την άποψη του δημιουργού. Αν ακόμη, θελήσω να αποκτήσω δική μου άποψη, θυμάμαι πως πάω να δω μία “ελεύθερη διασκευή, βασισμένη σε παράσταση του Αριστοφάνη”
- Ναι, κατανοώ. Κάπου στη μέση του αρχαίου κειμένου από τις Σφήκες, ο ίδιος ο Αριστοφάνης με προειδοποίησε: “Τοῦτο γὰρ σκαιῶν θεατῶν ἐστι πάσχειν, κοὐ πρὸς ὑμῶν”. Δηλαδή, σε ελεύθερη μετάφραση “αυτό το παθαίνουν οι απαίδευτοι θεατές, δεν ταιριάζει σε εσάς”. Και συνεχίζει:
“Όσοι λόγια σταράτα αγαπούνε ν᾽ ακούν, ας προσέξουν σ᾽ αυτά που τους λέω.
Στους θεατές, ο ποιητής λαχταρά πια να πει το παράπονο, που είχε κρυμμένο.
Ενώ τόσα τους είχε προσφέρει καλά, τ᾽ άδικο είδε από αυτούς δίχως λόγο”. (Στίχος 1016-1017)
Οι ενοχλητικές Σφήκες της Κιτσοπούλου μπορεί να έχουν κεντρί αλλά οι υπηρεσίες που προσφέρουν στο κοινωνικό μας οικοσύστημα είναι πολύτιμες. Το δε, δηλητήριό τους μοιάζει ήδη μικρότερο από τα κοινωνικά καρκινώματα. Αρκεί να δούμε αυτή την προοπτική. Άλλωστε, το είπε κι ο Αριστοφάνης σε μία άλλη αποστροφή των Σφηκών του: «Μηδενί δίκην δικάσης, πριν αμφοίν μύθον ακούσης».
Μ.Κ.