Σε μια παλιά αποθήκη, στο λιμάνι της Καλαμάτας, διανυκτέρευσαν χθες οι περίπου 80 από τους συνολικά 104 μετανάστες που διασώθηκαν από το πλέον πολύνεκρο ναυάγιο μεταναστών στη χώρα. Ηταν όλοι τους άνδρες νεαρής ηλικίας, με εμφανή εγκαύματα στο πρόσωπο από την πολυήμερη έκθεσή τους στον ήλιο. Στους διασώστες περιέγραψαν ότι βρίσκονταν για πέντε ημέρες στη θάλασσα πριν τελικά το αλιευτικό στο οποίο επέβαιναν βυθιστεί, 47 ναυτικά μίλια νοτιοδυτικά της Πύλου.
Διασώστες του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, μέλη της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, καθώς και κάτοικοι της Καλαμάτας συνέχιζαν μέχρι αργά τη νύχτα να μεταφέρουν στην αποθήκη είδη πρώτης ανάγκης, ρούχα και τρόφιμα για τους διασωθέντες. Στο εσωτερικό της αποθήκης, οι μετανάστες, καθισμένοι σε στρώματα που είχαν τοποθετηθεί πρόχειρα στο δάπεδο, περιστοιχίζονταν από αστυνομικούς της Ομάδας Αντιμετώπισης Θυμάτων Καταστροφής. Της ομάδας που ενεργοποιείται σε περιπτώσεις μαζικών απωλειών, με πρόσφατο παράδειγμα το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη.
Οπως περιέγραψε στην «Κ» η Σταυρούλα Μπάμπαλη, μέλος της Ελληνικής Ομάδας Διάσωσης, οι περισσότεροι από τους διασωθέντες άρχισαν να συνέρχονται και να ανακτούν τις δυνάμεις τους νωρίς το απόγευμα. «Βρίσκονται σε σοκ, παθαίνουν κρίσεις πανικού και ορισμένοι χρειάζεται να μεταφερθούν στο νοσοκομείο. Κάποιοι ψάχνουν συγγενείς τους, ένας άνδρας τον αδελφό του, ένας άλλος το παιδί του», δήλωσε. Αργά χθες το βράδυ, γιατρός στο νοσοκομείο Καλαμάτας, του οποίου ο αριθμός κινητού διακινήθηκε μεταξύ των διασωθέντων μεταναστών, άρχισε να δέχεται μηνύματα από συγγενείς αγνοουμένων που έψαχναν απεγνωσμένα τους δικούς τους.
Ανά τακτά διαστήματα ασθενοφόρα μετέφεραν από το νοσοκομείο της Καλαμάτας πίσω στην αποθήκη μετανάστες στους οποίους είχαν παρασχεθεί οι πρώτες βοήθειες. Κάποια άλλα έκαναν το αντίθετο δρομολόγιο, διακομίζοντας στο νοσοκομείο άτομα με συμπτώματα πανικού και υποθερμίας.
Τις βραδινές ώρες αγκυροβόλησε έξω από το λιμάνι της Καλαμάτας η φρεγάτα του Πολεμικού Ναυτικού με τις 78 σορούς των προσφύγων και μεταναστών που περισυνελέγησαν νεκροί από τη θάλασσα. Ομάδα ιατροδικαστών μεταφέρθηκε με λάντζα από το λιμάνι στο πολεμικό πλοίο προκειμένου να κάνουν εκεί τις ενέργειες για την ταυτοποίηση των σορών (λήψη βιολογικού υλικού κ.ά.).
Το πλοίο επρόκειτο να καταπλεύσει στο λιμάνι μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Στον προβλήτα περίμενε από νωρίς ένα φορτηγό ψυγείο προκειμένου να παραλάβει τις σορούς και να τις μεταφέρει στα νεκροτομεία της Αθήνας και του Πειραιά.
Υποπτα άτομα
Στο αλιευτικό σκάφος επέβαιναν τουλάχιστον 500 άτομα, ενώ οι 104 μετανάστες που περισυνελέγησαν χθες από τα μέλη του Λιμενικού είναι όλοι άνδρες.
Η πρόσβαση στο σημείο είχε αποκλειστεί από αστυνομικούς. «Εχω εντολή να μη σας αφήσω να συνεχίσετε», μας είπε ένας απ’ αυτούς. Σε απόσταση αναπνοής από την αποθήκη βρίσκεται το Λιμεναρχείο Καλαμάτας. Εξω από το κτίριο υπήρχε από νωρίς κινητικότητα. Ανδρες της Ασφάλειας και άλλοι με πολιτικά μπαινόβγαιναν στο παλιό νεοκλασικό κτίριο.
Εκεί μεταφέρθηκαν και τα 6-7 άτομα από την ομάδα των διασωθέντων. Κρίθηκαν ύποπτα εξαιτίας της συμπεριφοράς τους, με τα στελέχη του Λιμενικού να εξετάζουν το ενδεχόμενο να ήταν μεταξύ των διακινητών. Αντίθετα, οι πληροφορίες ήθελαν τον καπετάνιο του παλιού αλιευτικού να συγκαταλέγεται μεταξύ των αγνοουμένων.
Το αλιευτικό είχε αποπλεύσει πριν από τουλάχιστον πέντε ημέρες από το λιμάνι Τομπρούκ της Λιβύης. Καθένας από τους διακινούμενους –κυρίως Σύροι, Αιγύπτιοι και Πακιστανοί υπήκοοι– κατέβαλε 6.500 δολάρια για το ταξίδι από τις ακτές της Λιβύης προς την Ιταλία. Στο πλοιάριο επέβαιναν τουλάχιστον 500 άτομα.
Οι διασωθέντες περιέγραψαν στους άνδρες του Λιμενικού ότι λίγο μετά τον απόπλου και λόγω του υπέρβαρου η μηχανή του σκάφους παρουσίασε προβλήματα. Αρκετοί, ανησυχώντας για την έκβαση του ταξιδιού, ζήτησαν να γυρίσουν πίσω στη Λιβύη. Δεν εισακούστηκαν, με τους διακινητές να αποφασίζουν να συνεχίζουν το δρομολόγιο προς Ιταλία προκειμένου προφανώς να εξασφαλίσουν τα έσοδα από τη διακίνηση. Ορισμένες πληροφορίες, μάλιστα, αναφέρουν ότι χτύπησαν με σχοινιά όσους αντέδρασαν.
Το πρωί της Τετάρτης, μια γυναίκα, η οποία εκτιμάται ότι μετέχει σε Μη Κυβερνητική Οργάνωση, ενημέρωσε για τον επικίνδυνο πλου του αλιευτικού τον ιταλικό θάλαμο επιχειρήσεων. Οι Ιταλοί λιμενικοί διαβίβασαν, με τη σειρά τους, την πληροφορία στις ελληνικές αρχές, καθότι το πλοιάριο κινείτο εντός ελληνικής περιοχής ευθύνης έρευνας και διάσωσης. Αρχικά ένα αεροσκάφος του Frontex και στη συνέχεια ένα ελικόπτερο του Λιμενικού εντόπισαν το αλιευτικό με τους εκατοντάδες επιβαίνοντες.
Τις ώρες που ακολούθησαν, υπήρξαν επανειλημμένες, σύμφωνα με επίσημες πηγές ενημέρωσης, προσπάθειες επικοινωνίας των σκαφών του Λιμενικού (είχαν πάρει εντολή να σπεύσουν στην περιοχή) με τον κυβερνήτη του πλοιαρίου. Με τον τελευταίο, ωστόσο, να φέρεται να αρνείται την παροχή βοήθειας, ζητώντας μόνο νερό και φαγητό.
Οι επιβαίνοντες στο αλιευτικό παρέλαβαν τα κιβώτια με νερά που τους παραδόθηκαν από φορτηγό πλοίο με σημαία Μάλτας και πέταξαν στη θάλασσα τα επόμενα που παρέλαβαν από δεύτερο φορτηγό πλοίο υπό ελληνική σημαία. Τις πρώτες πρωινές ώρες και ενώ στο σημείο βρισκόταν και σκάφος του Λιμενικού, η μηχανή του αλιευτικού σταμάτησε να λειτουργεί. Επικράτησε πανικός, με συνέπεια να υπάρξει ξαφνική μετακίνηση των επιβαινόντων σε αυτό. Λόγω της μετατόπισης βάρους, το σκάφος ανατράπηκε και οι μετανάστες βρέθηκαν στο νερό. Διασώθηκαν 104 άνδρες που βρίσκονταν στο κατάστρωμα, ενώ όσοι βρίσκονταν στις καμπίνες –ανάμεσά τους γυναίκες και παιδιά– παρασύρθηκαν στον θάνατο καθώς το σιδερένιο σκάφος βυθίστηκε.
Η επιχείρηση έρευνας και διάσωσης συνεχιζόταν μέχρι αργά χθες, με τη συμμετοχή C-130 που έκανε χρήση φωτιστικών βομβών. Οι εκτιμήσεις, πάντως, των ανδρών του Λιμενικού που είχαν την ευθύνη της επιχείρησης δεν άφηναν πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.