Ένα μικρό κουρείο στη Νέα Ιωνία φιλοξενεί, εδώ και 25 χρόνια, πάνω από 2.000 ποδοσφαιρικά εκθέματα. Το μπαρμπέρικο της οδού Άγγελου Σικελιανού μπορεί να είναι μόλις 30 τετραγωνικά μέτρα, μέσα του όμως κρύβει κάθε λογής αντικείμενο, ένα ρεκόρ Guinness και έναν κουρέα λίγο διαφορετικό από τους υπόλοιπους.
Ο Βασίλης Στεφανίδης, έχοντας υπάρξει και ο ίδιος διαιτητής για κάποια χρόνια, μεταμόρφωσε το παραδοσιακό κουρείο του θείου του στον απόλυτο παράδεισο κάθε ποδοσφαιρόφιλου, δημιουργώντας μία από τις μεγαλύτερες ποδοσφαιρικές συλλογές παγκοσμίως.
Τον συνάντησα ένα πρωί του Ιουλίου στο μαγαζί του, το οποίο αποτελεί ένα από τα λίγα ποδοσφαιρόφιλα κουρεία στον κόσμο. Ούτε η επιγραφή ούτε και η βιτρίνα του καταστήματος σε προδιαθέτουν γι’ αυτό που αντικρίζεις όταν μπαίνεις μέσα.
Με μια πρώτη ματιά είναι δύσκολο να αντιληφθείς το μέγεθος αυτής της συλλογής. Τα εκθέματα είναι τόσο πολλά, που το μάτι σου δεν ξέρει πού να πρωτοεστιάσει. Οι τέσσερις τοίχοι, oι δύο γυάλινες προθήκες και το πολυσυζητημένο ταβάνι του είναι γεμάτα από πολύχρωμα κασκόλ και αθλητικές εμφανίσεις. Για αρκετά λεπτά έμεινα να το κοιτάζω, κατενθουσιασμένος από την ποικιλία της συλλογής.
“Η πόρτα μου πάντα είναι ανοιχτή, όποιος θέλει, έρχεται. Τώρα, άμα επηρεάζονται αρνητικά ορισμένοι από ένα κασκόλ και μια φανέλα, δεν μπορώ να κάνω κάτι. Τέτοια πράγματα βέβαια σε πικραίνουν, ειδικά όταν ξέρεις ότι συνοπαδοί σου δεν μπαίνουν μέσα επειδή έχεις αντικείμενα από αντίπαλες ομάδες”.
Ο ιδιοκτήτης κάθισε στη μία από τις δύο καρέκλες, άνοιξε τον ανεμιστήρα και ξεκίνησε να μου αφηγείται την ιστορία του μαγαζιού.
«Το κουρείο ξεκίνησε να το λειτουργεί το 1950 ένας θείος μου που ήταν μόλις 16 χρόνων. Εγώ τον διαδέχθηκα το 1998. Ο θείος μου υπήρξε διαιτητής και κουρέας ταυτόχρονα και ακολούθησα κι εγώ ακριβώς την ίδια επαγγελματική πορεία. Αυτός με μύησε και στα δύο επαγγέλματα».
Μέχρι να διαδεχθεί τον θείο του στο κουρείο, ο Βασίλης εκτελούσε χρέη διαιτητή σε ερασιτεχνικά πρωταθλήματα. Η διαιτητική του καριέρα αποτέλεσε για τον ίδιο μεγάλο κεφάλαιο αλλά και την αφορμή να ξεκινήσει το πρωτότυπο χόμπι του.
«Η συλλογή ξεκίνησε το 1990. Το πρώτο απόκτημά μου ήταν ένα λάβαρο του Απόλλωνα Περιστερίου από έναν αγώνα στον οποίο διαιτήτευα» εξηγεί, προσθέτοντας πως χάρη στην ιδιότητα του διαιτητή κάποια πράγματα γίνονταν πολύ πιο εύκολα. «Θυμάμαι, μια φορά που είχα πάει στα Λεύκτρα για ένα παιχνίδι Δ’ Εθνικής, ζήτησα στα κρυφά το λάβαρο που θα έπαιρνε η αντίπαλη ομάδα και μου το έδωσαν. Δεν χαλάμε εύκολα χατίρια στους διαιτητές…»
Με το βλέμμα του στραμμένο στις κιτρινισμένες κορνίζες του κουρείου, ο Βασίλης συνέχισε να μου μιλάει για την περίοδο της διαιτησίας, εξηγώντας τους λόγους για τους οποίους έπρεπε να την εγκαταλείψει. «Η δουλειά στο κουρείο αυξανόταν και αυτό, σε συνδυασμό με τις υποχρεώσεις της διαιτησίας, δεν μου άφηνε χρονικά περιθώρια. Έπαιρνα καλά σχόλια ως διαιτητής, αλλά σταμάτησα γιατί δεν προλάβαινα. Όταν πρέπει να κάνεις τέσσερις προπονήσεις την εβδομάδα για να σφυρίξεις την Κυριακή, το μαγαζί αναγκαστικά θα πρέπει να το κλείσεις».
Πάνε είκοσι χρόνια πια από τότε που ο Βασίλης άφησε οριστικά τη σφυρίχτρα για τις φαλτσέτες. Έκτοτε, κατάφερε να αφιερωθεί ολοκληρωτικά στο πόστο του μπαρμπέρη, βάζοντας σιγά σιγά τις δικές του πινελιές στον χώρο. «Τα αντικείμενα άρχισα να τα κρεμάω στο μαγαζί περίπου το 2000», λέει. «Από το 2010 και μετά άρχισα να τα βάζω και στο ταβάνι. Για μία εβδομάδα κούρευα με σκαλωσιά πάνω από τις καρέκλες».
Η αγάπη του για τη στρογγυλή θεά και τη συλλογή του θέριευε, σε βαθμό που το κουρείο άρχισε να θυμίζει ποδοσφαιρικό μουσείο. Το τρελό του πάθος δεν πέρασε απαρατήρητο, η στιγμή της μεγάλης αναγνώρισης δεν άργησε. «Το 2004 μπήκα στο βιβλίο ρεκόρ Guinness, βραβεύτηκα ως κάτοχος των περισσότερων ποδοσφαιρικών αναμνηστικών αντικειμένων, που συνολικά τότε πρέπει να ήταν πάνω από 1.500. Τώρα ο αριθμός των εκθεμάτων στο μαγαζί ξεπερνά οριακά τα 2.000. Στην αποθήκη μου έχω ακόμα περίπου 150, αλλά δεν χωράνε πουθενά».
Το πάθος του Βασίλη έφτασε στο ζενίθ του, όπως ήταν επόμενο, το 2004. Η σημαντική διάκρισή του με το ρεκόρ Guinness και η εποποιία της εθνικής μας ομάδας ποδοσφαίρου στην Πορτογαλία τού έδωσαν μεγαλύτερο κίνητρο για τον εμπλουτισμό της συλλογής.
Τα πιο περιζήτητα εκθέματα
Η κουβέντα μας διακόπηκε για λίγο. Ο Βασίλης σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τις γυάλινες προθήκες. Με περίσσιο καμάρι άνοιξε τη μία, εστιάζοντας προσεκτικά σε ένα συγκεκριμένο έκθεμα. «Έχω ένα σκάκι το οποίο το βρήκα στη Νότια Αφρική το 2010, όπου ταξίδεψα για να παρακολουθήσω το Παγκόσμιο Κύπελλο. Είναι ξυλόγλυπτο, φτιαγμένο στο χέρι και κόστισε 850 ευρώ. Προφανώς έχω και σπάνιες φανέλες, όπως η χρυσή της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για την επέτειο των 100 χρόνων, αλλά και εμφανίσεις ομάδων που δεν συναντάς συχνά. Κόλο Κόλο, Αλ Αχλί, Ζαμάλεκ και Εθνική Σρι Λάνκα, Λιβάνου, Ομάν, Ιορδανίας, Μαυρικίου και Καμπότζης».
Η σπανιότητα αυτών των συλλεκτικών αντικειμένων με έκανε να ρωτήσω τον Βασίλη αν υπάρχουν πελάτες που ενδιαφέρονται να αγοράσουν κάποια αντικείμενα ή αν του κάνουν παζάρια. «Οι περισσότεροι που μου ζητούν αντικείμενα είναι οπαδοί ελληνικών ομάδων. Το κασκόλ του αγώνα του Ολυμπιακού με τη Λεβερκούζεν και η φανέλα του Νάγκμπε με το 12, που αποσύρθηκε, είναι από τα πιο περιζήτητα εκθέματα».
Το χρήμα, όμως, δεν είναι το παν για τέτοιους συλλέκτες. Μεγαλύτερη σημασία για τον Βασίλη έχει η εμπιστοσύνη των πελατών του. Δεν είναι λίγοι αυτοί που του πρόσφεραν υλικό για τη συλλογή του. «Πολλοί έχουν συλλεκτικά αντικείμενα που δεν τα χρειάζονται κι έτσι μου τα εμπιστεύονται. Θα έλεγα ότι η μισή συλλογή μου βασίζεται στις δωρεές και στη συμβολή των πελατών μου», εξηγεί.
Παρά την έντονη πολυχρωμία στον χώρο, μπορεί εύκολα κανείς να παρατηρήσει μια προτίμηση στο κίτρινο. Πέραν του ποδοσφαίρου και της συλλογής του, ο Βασίλης τρέφει μεγάλη αγάπη και για την ΑΕΚ. Μια ματιά στις κορνίζες με τους παίκτες της Ένωσης απέναντι από τις καρέκλες σε πείθει χωρίς δεύτερη σκέψη για τις οπαδικές προτιμήσεις του ιδιοκτήτη.
Μέσω της διαιτησίας ο Βασίλης είχε τη δυνατότητα να συναναστραφεί με τα παιδικά του είδωλα και να φωτογραφηθεί μαζί τους. «Οι μεγαλύτερες προσωπικότητες που συνάντησα ήταν ο Μίμης Παπαϊωάννου, ο Κώστας Νεστορίδης, ο Ντούσαν Μπάγεβιτς. Το ότι φωτογραφήθηκα μαζί τους με έκανε απίστευτα ευτυχισμένο. Ο Παπαϊωάννου, μάλιστα, έχει επισκεφθεί το μαγαζί στο πλαίσιο αφιερώματος που μου έκανε η τηλεόραση».
Εκτός των φωτογραφιών, ο μπαρμπέρης-διαιτητής ευτύχησε να σφυρίξει και στο γήπεδο που πρωτίστως επισκεπτόταν ως φίλαθλος. «Στη Νέα Φιλαδέλφεια νιώθεις ένα δέος. Λες “αυτό είναι το γήπεδο της ομάδας μου”. Βέβαια, σε όποιο άλλο γήπεδο και να πας, τα ξεχνάς όλα και παίζεις τον αγώνα χωρίς να σε νοιάζει αυτό ή οτιδήποτε άλλο».
Δυστυχώς όμως, όπως συμβαίνει και στη ζωή, ό,τι αγαπάς πολλές φορές σε πληγώνει. Στην περίπτωση του Βασίλη η πληγή ήταν τόσο στην ψυχή όσο και στην τσέπη. Αφορμή στάθηκε η σκληρή αντίδραση ορισμένων «κιτρινόμαυρων» πελατών του όταν αντίκρισαν αντίπαλα κασκόλ στον τοίχο. «Η πόρτα μου πάντα είναι ανοιχτή, όποιος θέλει έρχεται. Τώρα, άμα επηρεάζονται αρνητικά ορισμένοι από ένα κασκόλ και μια φανέλα, δεν μπορώ να κάνω κάτι. Τέτοια πράγματα βέβαια σε πικραίνουν, ειδικά όταν ξέρεις ότι συνοπαδοί σου δεν μπαίνουν μέσα επειδή έχεις αντικείμενα από αντίπαλες ομάδες».
Μόλις ολοκλήρωσε την πρόταση του το δάχτυλό του σημάδεψε την κορνίζα με τον Ντούσαν Μπάγεβιτς. «Δίπλα στο ρεκόρ Guinness έχω τη φωτογραφία μου με τον Μπάγεβιτς από τότε που ήμουν διαιτητής. Από τότε που έφυγε από την ΑΕΚ και πήγε στον Ολυμπιακό, πολλοί μου λένε να την ξεκρεμάσω για να έρθουν να κουρευτούν. Δεν πρόκειται να το κάνω γιατί για μένα όλο αυτό είναι η ιστορία μου. Έτσι κι αλλιώς, τη συλλογή την ξεκίνησα για μένα, όχι για να γίνω αρεστός στους άλλους. Αρκετοί από αυτούς, όταν περνούν έξω από το κουρείο, με πικάρουν πιάνοντας τα μαλλιά τους, για να μου δείξουν ότι έχουν κουρευτεί αλλού».
Από την πρώτη στιγμή που μπήκα στο κουρείο αναρωτιόμουν αν η τοπική κοινωνία και ο κόσμος γενικότερα αντιλαμβάνονται την αξία ενός τέτοιου καταστήματος. «Ο κόσμος αναγνωρίζει την αξία του, έρθει δεν έρθει. Αντιλαμβάνεται ότι είναι ένα παραδοσιακό κουρείο, παλιό, το οποίο βρίσκεται σε μόνιμο διάλογο με το ποδόσφαιρο. Τον κερδίζει αδιαμφισβήτητα το ποδοσφαιρικό στοιχείο. Όταν βλέπουν, για παράδειγμα, ομάδες που μπορεί να μην υπάρχουν καν πια, το χρώμα και το σήμα τους, σίγουρα εντυπωσιάζονται».
Η αναγνώριση του μαγαζιού, φυσικά, δεν θα μπορούσε να περιοριστεί εντός του Λεκανοπεδίου. Τα τελευταία 23 χρόνια το κουρείο αποτελεί πόλο έλξης για όσους έχουν κάνει την έρευνά τους. «Θυμάμαι, είχε έρθει ένα παιδί από τη Θεσσαλονίκη αποκλειστικά για το μαγαζί. Επίσης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 κούρεψα άτομα της κινεζικής αποστολής, που είχαν μάθει για τη συλλογή μου. Έμειναν κατάπληκτοι».
Η ώρα πέρασε γρήγορα. Η συζήτησή μας έπρεπε να ολοκληρωθεί καθώς ο Βασίλης στη 1 περίμενε πελάτη. Ήθελα να τον ρωτήσω πολλά ακόμα, αλλά, βλέποντάς τον να ξεσκονίζει τον πάγκο, σκέφτηκα να περιοριστώ σε λίγα. Όσο κι αν αγαπούσε τη διαιτησία, μου εξομολογήθηκε πως δεν έχει μετανιώσει λεπτό που την εγκατέλειψε για το κουρείο. Τη θεωρούσε πάντα ένα ευχάριστο χόμπι, το οποίο όμως, τουλάχιστον τότε, δεν κάλυπτε τις ανάγκες του.
Από την αρχή της κουβέντας μας είχε έννοια να μου δείξει δύο δυσεύρετα λάβαρα που είχε κρεμασμένα πίσω από το ταμείο. Το ένα ήταν από τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών το 1983 και το άλλο ήταν της γερμανικής Καρλ Μαρξ Σταντ, ομάδας που δεν υφίσταται πλέον. Αφού τα ξεκρέμασε, πόζαρε στην κάμερα, με το χαμόγελό του να θυμίζει χαμόγελο παιδιού που μόλις είχε κερδίσει. «Ο πελάτης που θα επισκεφθεί τον χώρο βλέπει κάτι πρωτότυπο. Το ταβάνι, ειδικά, νομίζω ότι ξεχωρίζει. Θεωρώ ότι μου έχει βγει σε καλό αυτή η ενασχόληση».
Ο Βασίλης Στεφανίδης είναι ένας από τους τελευταίους ρομαντικούς. Δεν είναι τόσο διάσημος και αναγνωρίσιμος και ούτε θέλει και να γίνει. Εκτός από ιδιοκτήτης ενός iconic «ποδοσφαιρικού» κουρείου, είναι ένας άνθρωπος αληθινός, ζωντανός και, πάνω απ’ όλα, χαρούμενος με αυτό που κάνει. Αυτό είναι και το βασικότερο συστατικό της επιτυχίας του, που το ξέρει πολύ καλά και ο ίδιος. «Στο μαγαζί έρχονται και λόγω του Βασίλη. Μπορεί να μην αρέσει σε όλους η συλλογή μου, έρχονται όμως για μένα».