Γνωστικές διαφορές: Είναι πράγματι οι νέοι πιο εύστροφοι; Τι δείχνουν οι πρόσφατες έρευνες

Οι γνωστικές διαφορές μεταξύ των ηλικιωμένων και των νέων τείνουν, πλέον, να μειώνονται με την πάροδο του χρόνου.

Είναι πράγματι οι νέοι πιο εύστροφοι; Πολλοί πιστεύουν πως ναι. Οι περισσότεροι ενδέχεται, για παράδειγμα, να έχουμε ακούσει ή διαβάσει ότι οι επιστήμονες και ειδικά οι μαθηματικοί παράγουν το πιο σημαντικό μέρος του έργου τους όταν είναι νέοι.

Μια νέα έρευνα, ωστόσο, ενός καθηγητή Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ που δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Developmental Review, δείχνει ότι οι γνωστικές διαφορές μεταξύ των ηλικιωμένων και των νέων τείνουν, πλέον, να μειώνονται με την πάροδο του χρόνου.

«Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς τα στερεότυπα σχετικά με τη νοημοσύνη των ανθρώπων ηλικίας γύρω στα 60 και άνω ενδέχεται να τους περιορίζουν – στον χώρο εργασίας και όχι μόνο», γράφει σε άρθρο στο The Conversation ο Στίβεν Μπάνταμ, συνοψίζοντας τα ευρήματα της πολύ ενδιαφέρουσας έρευνάς του.

Δείτε επίσης:

Οπως εξηγεί ο βρετανός επιστήμονας, η γνωστική γήρανση συνήθως υπολογίζεται μέσω της σύγκρισης νεαρών ενηλίκων, ηλικίας 18-30 ετών, με ηλικιωμένους ενήλικες, ηλικίας 65 ετών και άνω. Και είναι αλήθεια ότι υπάρχουν διάφορες ασκήσεις στις οποίες οι ηλικιωμένοι δεν αποδίδουν καλά σε σύγκριση με τους νεαρούς ενήλικες, σε συγκεκριμένα πεδία, όπως η μνήμη, η χωρική αντίληψη και η ταχύτητα επεξεργασίας, που συχνά αποτελούν τη βάση των τεστ ευφυΐας.

Ωστόσο σε άλλα πεδία, όπως η κατανόηση κειμένου και το λεξιλόγιο, οι ηλικιωμένοι τείνουν να αποδίδουν καλύτερα από τους νεότερους ενήλικες. Η εξασθένηση της γνωστικής λειτουργίας λαμβάνει χώρα σταδιακά στο πλαίσιο μιας φυσικής διαδικασίας που είναι γνωστή ως γνωστική γήρανση και συμβαίνει σε όλους τους ανθρώπους, ενώ το πιο αξιοσημείωτο είναι ότι τα όποια γνωστικά ελλείμματα σχετίζονται με την ηλικία αρχίζουν να εμφανίζονται σχετικά πολύ νωρίς στην ενήλικη ζωή, ακόμη και από την ηλικία των μόλις 25 ετών.

Συχνά αυτές οι επιπτώσεις της γήρανσης στη γνωστική ικανότητα γίνονται αισθητές σε μεγαλύτερη ηλικία, με τους περισσότερους ανθρώπους που αρχίζουν να τις αντιλαμβάνονται σταδιακά, να παραπονιούνται κυρίως ότι μπαίνουν σε ένα δωμάτιο έχοντας ξεχάσει τον λόγο, και πως δυσκολεύονται να θυμηθούν ονόματα καθώς και να οδηγούν στο σκοτάδι.

Σύμφωνα, όμως, με τον ψυχολόγο από το Πανεπιστήμιο του Νότιγχαμ, μερικές φορές η σύγκριση νεαρών ενηλίκων με ηλικιωμένους μπορεί να είναι παραπλανητική, καθώς «οι δύο γενιές ανατράφηκαν σε διαφορετικές εποχές, με διαφορετικά επίπεδα εκπαίδευσης, υγειονομικής περίθαλψης και διατροφής. Ζουν επίσης διαφορετική καθημερινή ζωή, με μερικούς ηλικιωμένους να έχουν ζήσει έναν παγκόσμιο πόλεμο, ενώ η νεότερη γενιά μεγαλώνει με το Διαδίκτυο», εξηγεί ο Στίβεν Μπάνταμ.

«Οι περισσότεροι από αυτούς τους παράγοντες ευνοούν τη νεότερη γενιά και αυτό μπορεί να εξηγήσει εν μέρει το προβάδισμά τους», προσθέτει ο βρετανός ψυχολόγος. Πράγματι, πολλές προηγούμενες έρευνες δείχνουν ότι o συλλογικός δείκτης νοημοσύνης (IQ) αυξήθηκε παγκοσμίως κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα. Αυτό σημαίνει ότι οι νεότερες γενιές είναι πιο ικανές γνωστικά από τις προηγούμενες.

Μάλιστα αυτό διαπιστώνεται ακόμη και όταν και οι δύο γενιές δοκιμάζονται με τον ίδιο τρόπο στην ίδια ηλικία. «Οποιος κάνει ένα τεστ νοημοσύνης σήμερα έχει κατά μέσο όρο μεγαλύτερο δείκτη από έναν συνομήλικό του που έκανε το ίδιο τεστ πριν από έναν αιώνα», σημείωσε από την πλευρά του στην ιταλική εφημερίδα La Repubblica ο Τζουζέπε Σαρτόρι, καθηγητής Νευροψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο της Πάντοβα, σχολιάζοντας την έρευνα του συναδέλφου από τη Βρετανία.

Πλέον, όμως, υπάρχουν ολοένα περισσότερες ενδείξεις ότι αυτή η βελτίωση περιορίζεται σημαντικά όσο περνούν τα χρόνια, με αποτέλεσμα κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες οι νεαροί ενήλικες να μην είναι πιο ικανοί γνωστικά από άλλους νεαρούς μεν ενήλικες, οι οποίοι γεννήθηκαν, όμως, λίγο νωρίτερα. «Από κοινού αυτοί οι παράγοντες ενδέχεται να αποτελούν τη βάση του τρέχοντος αποτελέσματος, δηλαδή ότι οι γνωστικές διαφορές μεταξύ νεαρών και ηλικιωμένων ενηλίκων μειώνονται με την πάροδο του χρόνου», συνοψίζει ο Στίβεν Μπάνταμ.

Κάποια στιγμή μέλη της επιστημονικής του ομάδας διαπίστωσαν (στο πλαίσιο δικών τους ερευνών) ότι το γνωστικό χάσμα μεταξύ νεαρών και ηλικιωμένων ενηλίκων κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του τρέχοντος αιώνα είναι αισθητά μικρότερο, ακόμη και ανύπαρκτο σε ορισμένες περιπτώσεις, σε σχέση με πριν από το 2000.

Αφού μελέτησαν τη σχετική βιβλιογραφία και προηγούμενες μελέτες από τη δεκαετία του 1960 έως σήμερα, ο Στίβεν Μπάνταμ και οι συνεργάτες του ανακάλυψαν πως το γνωστικό χάσμα μεταξύ των δύο ομάδων μειώνεται σταθερά τις τελευταίες έξι δεκαετίες. Αυτό σημαίνει πως, όπως ακριβώς οι νεότεροι άνθρωποι, έτσι και οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ενήλικες καθίσταντο σταδιακά περισσότερο ικανοί γνωστικά.

Ομως το ότι οι γνωστικές διαφορές μεταξύ των δύο ομάδων τείνουν να εκλείψουν σημαίνει ότι άρχισε να επιβραδύνεται η βελτίωση των γνωστικών ικανοτήτων των νεότερων ενηλίκων ή να επιταχύνεται η βελτίωση των γνωστικών ικανοτήτων των ηλικιωμένων ενηλίκων; Αναλύοντας δεδομένα που συλλέχθηκαν σε διάστημα επτά χρόνων ο Μπάνταμ και η ομάδα του διαπίστωσαν πως ενώ οι επιδόσεις των νεότερων ανθρώπων παρέμειναν σχετικά σταθερές, οι επιδόσεις των μεγαλύτερων σε ηλικία παρουσίασαν σταθερή βελτίωση σε συγκεκριμένα πεδία, όπως η ταχύτητα επεξεργασίας και το λεξιλόγιο.

Οσον αφορά την εξήγηση του φαινομένου, «πιστεύω ότι οι ηλικιωμένοι σήμερα επωφελούνται από πολλούς από τους παράγοντες που προηγουμένως ευνοούσαν περισσότερο τους νέους ενήλικες. Για παράδειγμα, ο αριθμός των παιδιών που πήγαιναν στο σχολείο αυξήθηκε σημαντικά τη δεκαετία του 1960 – με το σύστημα να μοιάζει περισσότερο με το σημερινό παρά με εκείνο των αρχών του 20ού αιώνα», γράφει ο βρετανός επιστήμονας στο άρθρο του και η παρατήρησή του ισχύει επίσης και σε σχέση με την καλύτερη διατροφή και την καλύτερη υγειονομική περίθαλψη από τη δεκαετία του 1960 και έπειτα.

Οσον αφορά τις σταθερές, πλέον, επιδόσεις των νεότερων ενηλίκων, «δεν είναι απολύτως σαφές γιατί οι νέες γενιές έχουν σταματήσει να βελτιώνονται τόσο πολύ. Ορισμένες έρευνες έχουν μελετήσει τον ρόλο της ηλικίας των μητέρων, της ψυχικής υγείας ακόμη και των εξελικτικών τάσεων. Εγώ υποστηρίζω την άποψη ότι υπάρχει απλώς ένα φυσικό ανώτατο όριο – ένα όριο στο πόσο παράγοντες όπως η εκπαίδευση, η διατροφή και η υγεία μπορούν να βελτιώσουν τη γνωστική απόδοση», προσθέτει ο Στίβεν Μπάνταμ.

Πηγή: Protagon.gr