Ενθουσίασε ο Αντρέα Μποτσέλι, αφού μας καλησπέρισε στα ελληνικά, εκφράζοντας τη χαρά του που βρισκόταν ξανά στην Αθήνα, μα και θίγοντας τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας που μεσολάβησε.
Ήταν, τελικά, οι ιαχές “κι άλλο-κι άλλο” και το χειροκρότημα που έπεσε στο φινάλε του encore που αποτύπωσαν με σαφήνεια τις κάποιες χιλιάδες κόσμου που έδωσαν το παρών στο Ολυμπιακό Στάδιο για χάρη του Andrea Bocelli. Γιατί μόνο ένα τόσο ευάριθμο πλήθος θα μπορούσε να μετατρέψει τέτοιες (συνήθεις) αντιδράσεις συναυλιακής έκστασης σε ηχηρή βροντή, η οποία για λίγο έσεισε επιβλητικά το γήπεδο.
Έως εκείνη τη στιγμή, όμως, δεν μπορούσες να αποφανθείς με σαφήνεια για την προσέλευση, καθώς ναι μεν έβλεπες μπόλικο κόσμο, αλλά είχε απλωθεί τόσο πολύ σε διάφορα σημεία του σταδίου, ώστε δεν γινόταν ασφαλής εκτίμηση. Η πανοραμική εικόνα, μάλιστα, ίσως να αποτυπωνόταν και κάπως άχαρη, αφού το μεγαλύτερο κομμάτι της αρένας –που την έχουμε συνηθίσει πυκνοκατοικημένη, σε άλλες θερινές συναυλίες– ήταν άδειο.
Αντιθέτως, οι πιο μακρινές κερκίδες (στο απέναντι άκρο από τη σκηνή) έδειχναν πλήρως κατειλημμένες. Το θέαμα, ασφαλώς, αντανακλούσε τον οικονομικό διαχωρισμό της βραδιάς: διόλου τυχαία, δηλαδή, οι κερκίδες αυτές αντιστοιχούσαν στα φτηνότερα εισιτήρια, ενώ στα μπροστινά τμήματα της αρένας (εκείνα που είχαν κόσμο) καθόταν, μεταξύ άλλων, η Άννα Μαρία Γλύξμπουργκ (όπως έσπευσε να μας πληροφορήσει πλήθος δημοσιευμάτων).
© Annie AtlasmanΟ Marcello Rota διευθύνει την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών
Ενθουσίασε λοιπόν ο Andrea Bocelli, ο οποίος είχε μερικά χρόνια να φανεί στη χώρα μας (από τη sold out βραδιά του στο Ηρώδειο, το 2019), όπως παραδέχτηκε και ο ίδιος σε κάποιο σημείο, αφού μας καλησπέρισε στα ελληνικά, εκφράζοντας τη χαρά του που βρισκόταν ξανά στην Αθήνα, μα και θίγοντας τη δύσκολη περίοδο της πανδημίας που μεσολάβησε.
Η συναυλία, βέβαια, είχε εκκινήσει δίχως αυτόν, με τον μαέστρο Marcello Rota να χαρίζει στο κοινό ένα “ορντέβρ”, διευθύνοντας την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών σε μια υπέροχη εκτέλεση της εναρκτήριας “Sinfonia” (ουβερτούρα) από τη “Norma” του Βιτσέντζο Μπελίνι. Με το που βγήκε, πάντως, ο Ιταλός τενόρος δεν δίστασε να αρχίσει με το “La Donna E Mobile”, συνδυάζοντας ιδανικά μια δημοφιλή, αναγνωρίσιμη άρια, με μια επίδειξη φωνητικού σθένους, που τεκμηρίωσε την ερμηνευτική φόρμα στην οποία εξακολουθεί να βρίσκεται.
Γενικά, ο Bocelli δεν έκανε οικονομία δυνάμεων: σε κάθε του παρουσία πάνω στη σκηνή ξετύλιξε το φουλ οπλοστάσιο της χαρισματικής, αξιοθαύμαστης φωνής του, τραγουδώντας ψυχή τε και σώματι, με επιδόσεις που συχνά καθήλωσαν το κοινό.
Στο “Di Quella Pira”, ας πούμε (μία ακόμα επιλογή σε Τζουζέπε Βέρντι, τον οποίον γενικά τίμησε), άστραψε εντυπωσιακά, κατορθώνοντας να υπερβεί ακόμα και τη διπλή κλαγγή της ορχήστρας και της συμμετέχουσας Χορωδίας του Δήμου Αθηναίων. Ανάλογα επιβλητικός, όμως, στάθηκε και στο “Libiamo Ne’ Lieti Calici” (από τη θρυλική “La Traviata”), δείχνοντας τις ικανότητές του στην απόδοση του παλμού και της έξαψης που απαιτεί το brindisi ρεπερτόριο της ιταλικής όπερας.
Κι αυτή ήταν μια σταθερή εικόνα στο διμερές πρόγραμμα που απάρτισε τη συναυλία, αφού, μετά το απαραίτητο ενδιάμεσο διάλειμμα των 20 λεπτών, ο Bocelli αποδείχθηκε το ίδιο αποτελεσματικός και σε αρκετές από τις μη οπερατικές επιλογές στις οποίες δοκιμάστηκε. Όχι σε όλες, για να λέμε την αλήθεια, αφού δεν βρήκε π.χ. τον συναισθηματικώς ορθό τρόπο για να συνομιλήσει με το “Besame Mucho”.
Όμως, τι “Granada” ήταν αυτό; Τόσες φορές τον έχουμε ακούσει τον δοξασμένο ύμνο του Agustín Lara στην ισπανική πόλη, όμως ήταν ο Bocelli του Ολυμπιακού Σταδίου που προσέγγισε στα ιστορικά κατορθώματα του José Carreras. Τι ωραίο, επίσης, το “Mamma”, από την παραγωγή του Cesare Andrea Bixio κατά τον Μεσοπόλεμο: τραγουδισμένο τόσο/όσο, δίχως παράταιρο στόμφο, με όλα του τα χρώματα λαμπρά δοσμένα.
Περιττό, δε, να σχολιαστούν τα του encore, όπου ο Bocelli έδωσε ρέστα, τραγουδώντας κατά σειρά το “O Sole Mio”, τη σήμα κατατεθέν επιτυχία του “Con Te Partirò” –με το Ολυμπιακό Στάδιο σε παραλήρημα– και το κομψοτέχνημα “Nessun Dorma” του Τζάκομο Πουτσίνι.
Στο “O Sole Mio”, μάλιστα, η γιγάντια οθόνη στο πίσω μέρος της σκηνής πρόβαλλε εικόνες του Enrico Caruso και του Luciano Pavarotti, δείχνοντας ότι ο Bocelli διαθέτει πλήρη επίγνωση της καλλιτεχνικής καταγωγής αυτού που κάνει: είναι, πράγματι, ο διάδοχός τους στη δική μας εποχή, έστω κι αν δεν πιάνει ούτε τον πρώτο στο “O Sole Mio”, ούτε τον δεύτερο στο “Nessun Dorma”, ο οποίος στα 36 του το έντυσε με μια ερμηνεία που ενδίδεις στον πειρασμό να την αποκαλέσεις “θεϊκή”.
Η σοπράνο Serena Gamberoni
Ταυτόχρονα με όλα τούτα τα θαυμαστά, όμως, η συναυλία του Andrea Bocelli είχε κι ένα διαφορετικό πρόσωπο, όχι και τόσο τιμητικό. Εν μέρει, μάλιστα, κάτι τέτοιο αφορούσε και το αμιγώς μουσικό της τμήμα, γιατί η διάθεσή του για μη οικονομία φωνητικών δυνάμεων είχε ως αποτέλεσμα να συμβεί αυτή με πλάγιους τρόπους.
Κάτι μάλλον αναπόφευκτο, αφού, παρά τη φόρμα στην οποία διατηρείται, ο Bocelli έχει φτάσει πια στα 64. Οπότε δεν είναι το γενικότερο πνεύμα που ψέγεται εδώ, αλλά ο αναποτελεσματικός τρόπος με τον οποίον υπηρετήθηκε η ανάγκη, καθώς και το γεγονός ότι ο τελικός χρόνος παραμονής του σταρ της βραδιάς στη σκηνή ήταν αισθητά μικρότερος από τη συνολική διάρκεια των δρώμενων.
Τη μία, λοιπόν, ο Ιταλός τενόρος αποσυρόταν για λίγο στα παρασκήνια, αφήνοντας την ορχήστρα να παίζει με τον εκλεκτό φλαουτίστα Andrea Griminelli. Την άλλη, πάλι, έφερνε τη σοπράνο Serena Gamberoni, η οποία πρόσφερε μεν ανάσες και την απαραίτητη γυναικεία παρουσία στις άριες-ντουέτα του πρώτου μέρους της βραδιάς, μα δίχως να αφήσει διαπιστευτήρια ιδιαίτερης κλάσης, πέρα από μια καλλιφωνία μάλλον δεδομένη.
Το χειρότερο, όμως, ήταν η ποπ καλεσμένη (όπως παρουσιάστηκε) Ilaria Della Bidia και η φιλοδοξία της να πει το “I Who Have Nothing” της Whitney Houston, όπως και τη διασκευή εκείνης στο “I Will Always Love You”. Η αποτυχία της να επικοινωνήσει με τα συγκεκριμένα τραγούδια πέρα από ένα πολύ πρώτο επίπεδο με κορώνες (που κι αυτές “φωνάχτηκαν” παραπάνω από όσο χρειαζόταν), υπήρξε παταγώδης. Έτσι, η επιπλέον παρουσία της στη σκηνή, ως ενισχυτική του Bocelli στο τελευταίο τμήμα της κανονικής διάρκειας, κατέληξε υπονομευτική για τις δικές του επιδόσεις.
Όλα αυτά, βέβαια, ίσως κάπου να τα περιμένεις, πηγαίνοντας σε μια βραδιά τέτοιου τύπου. Με την ίδια έννοια, ας πούμε, με την οποία κάνεις και την ειρήνη σου για το ότι θα ακούσεις διάσημες άριες τεμαχισμένες από το οπτικοακουστικό σύνολο στο οποίο ανήκουν και προσαρμοσμένες σε ένα άλλο πλαίσιο, πιο συγγενές σε μια πιο “ποπ” εμπειρία.
Άλλωστε ο Bocelli πρεσβεύει μια εκλαϊκευμένη προσέγγιση στην όπερα και στη συμφωνική μουσική –και είναι άδικο να τον κατηγορούμε για πράγματα που μπορεί να συνέβαιναν λ.χ. και σε συναυλίες του μέγα Pavarotti. Το πόσο το εκλαϊκεύεις, όμως, εκείνο που προσφέρεις, ξεκινά μια διαφορετική συζήτηση. Και είναι αυτό που, τελικά, αδυνατείς να παρακάμψεις αποτιμώντας τον Andrea Bocelli του ΟΑΚΑ, ακριβώς γιατί η συνολική αισθητική της συναυλίας του αποδείχθηκε διαρκής εστία απογοήτευσης.
Η απογοήτευση αυτή μπορεί να κορυφώθηκε στις αποτυχημένες αναγνώσεις της Della Bidia πάνω στη Whitney Houston, εντούτοις χτιζόταν σε όλη τη διάρκεια της βραδιάς μέσω μιας παράστασης που, πίσω από τη λάμψη της βιτρίνας της, διακατεχόταν από μια λογική αχταρμά.
Το να δείχνουμε στην οθόνη ατάκτως ερριμμένα πλάνα από μεγάλες κινηματογραφικές δόξες του Φεντερίκο Φελλίνι ενόσω η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών παίζει (θαυμάσια) Nino Rota, για παράδειγμα, πάει κι έρχεται. Από τη στιγμή που προστίθεται κι ένας χορευτής, όμως, χάνεται κάθε στοιχειώδης έννοια για το τι ταιριάζει με τι.
© Annie Atlasman
Το να βγαίνει, έπειτα, ο Griminelli για να παίξει με την ορχήστρα το θέμα του Ennio Morricone για το “Κάποτε στην Αμερική” του Σέρτζιο Λεόνε, μα εσύ να δείχνεις πλάνα από άλλη ταινία του (από το “Μονομαχία στο Ελ Πάσο”), επειδή είναι προφανώς πιο γνωστή στο κοινό σου, συνιστά θεμελιώδες λάθος: εσύ καλείσαι, ως πρέσβης της ιταλικής κουλτούρας, να ανεβάσεις το επίπεδο και να προβάλλεις κάτι που μπορεί να μην το γνωρίζουν όλοι, μα αξίζει.
Λίγο πιο μετά, πάλι, ο προαναφερθείς χορευτής θα ξαναεμφανιζόταν, ημίγυμνος, για να εκτελέσει ένα ντουέτο ερωτικής διάθεσης με μια παρτενέρ σε κόκκινο φόρεμα, ενόσω ο πρωταγωνιστής της βραδιάς έλεγε το “Granada”. Δηλητηριασμένος από το αφόρητο κλισέ, δεν μπόρεσα παρά να κλείσω τα μάτια μου, ώστε να απολαύσω το τραγούδι του δίχως το συνοδευτικό θέαμα.
Είναι κρίμα να φεύγεις από τον Andrea Bocelli με τόσο ανάκατα συναισθήματα, γιατί είναι ένας θεσπέσιος τενόρος, τον οποίον χαίρεσαι πραγματικά να ακούς. Σε αυτό που παρουσιάζει ως συναυλιακό θέαμα, όμως, κάνει αχρείαστα πολλές εκπτώσεις, επιθυμώντας να αγγίξει έναν κόσμο που δεν έχει παρά διαγώνια επαφή με το σύμπαν των τεχνών (της μουσικής, της όπερας, του κινηματογράφου, του χορού κτλ.). Κι αυτό τον νερώνει εν τέλει τόσο πολύ τον ακριβό του οίνο, ώστε κινδυνεύει να θαμπώσει και τη “γεύση” του και τα αδιαμφισβήτητα ποιοτικά του χαρακτηριστικά.
Πηγή: Αθηνόραμα