Ο χαλβάς είναι συνυφασμένος με τις γεύσεις της Καθαράς Δευτέρας και ολόκληρης της Σαρακοστής. Στην ελληνική διατροφή πιθανολογείται πως μπήκε στα μέσα του 12ου αιώνα αλλά εδραιώθηκε και έγραψε τη …σύγχρονη ιστορία του μετά τη Μικρασιατική καταστροφή.
Οι πρόσφυγες έφεραν στην Ελλάδα τα μυστικά της παρασκευής του χαλβά και έστησαν μερικές από τις πλέον κερδοφόρες επιχειρήσεις χαλβαδοποιΐας στη χώρα. Ταυτόχρονα, μύησαν τους Έλληνες στην κατανάλωση αυτού του τόσο νόστιμου αλλά και θρεπτικού προϊόντος.
Το όνομά του προέρχεται από το αραβικό halwa, που σημαίνει γλυκό. Ο παραδοσιακός χειροποίητος τρόπος παρασκευής του έχει διατηρηθεί στα ιστορικά χαλβαδοποιεία, που βρίσκονται κυρίως στη βόρεια Ελλάδα, στα Δωδεκάνησα, στον Μαραθώνα και στον Πειραιά.
Νικόλαος Χαΐτογλου: Ο πρόσφυγας που έφτιαχνε χαλβά στη Μικρά Ασία
Η απαρχή όμως των επιχειρήσεων που έφτιαχναν χαλβά στην Ελλάδα ξεκίνησε από τον Μακεδονικό Χαλβά της οικογένειας Χαΐτογλου στη Θεσσαλονίκη. Το 1922 τρία αδέλφια από το Ικόνιο της Μικράς Ασίας θα φθάσουν στη Θεσσαλονίκη έπειτα από τον διωγμό του ελληνικού πληθυσμού. Ο Κωνσταντίνος, ο Ελευθέριος και ο Σάββας έπειτα από πολλές ταλαιπωρίες θα φθάσουν στην Ελλάδα με τις οικογένειες του και το όνειρο για μια καλύτερη ζωή. Ο πατέρας τους Νικόλαος Χαΐτογλου ήταν χαλβαδοποιός στη Μικρά Ασία έτσι για εκείνους αποτέλεσε μονόδρομο η ενασχόληση τους με το συγκεκριμένο προϊόν. Ο ίδιος δεν κατάφερε να διαφύγει, βρέθηκε από τους Τούρκους και κακοποιήθηκε μέχρι θανάτου.
Η πρώτη μικρή επιχείρηση στη Θεσσαλονίκη
Το 1924 θα δημιουργήσουν μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση και έτσι θα ξεκινήσουν όλα. Πρόκειται για ένα μαγαζί στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, στην πλατεία Άθωνος το οποίο έγινε και η έδρα της βιοτεχνίας. Εκεί ξεκίνησε και η παραγωγή του χαλβά με το ταχίνι που αποτελούσε την βασική πρώτη ύλη του. Το ζύμωμα εκείνη την εποχή γινόταν παραδοσιακά με το χέρι.
Οκτώ χρόνια μετά τα εγκαίνια στην Άθωνος, η παραγωγή μεταφέρεται σε νέα μονάδα που χτίστηκε στην οδό Δάμωνος. Η επιχείρηση καθ’ όλη τη δεκαετία του 1930 λειτουργεί κανονικά και συνεχίζει να αναπτύσσεται.
Τα δύσκολα θα έρθουν με την έναρξη του πολέμου όπου το εργοστάσιο θα επιταχθεί από τον στρατό. Στην κατοχή οι Γερμανοί επίταξαν όλη την παραγωγή της σταφίδας, προκειμένου να την δίνουν στους στρατιώτες όπως και τα προϊόντα του χαλβά. Το εργοστάσιο φυσικά υπολειτουργούσε και η λειτουργία του θα αρχίσει πάλι κανονικά όταν η χώρα απελευθερώθηκε.
Πώς ονομάστηκε «Μακεδονικός χαλβάς»
Μετά τον πόλεμο για την επιχείρηση ξεκινά μια καινούργια εποχή. Με ιδιόκτητο φορτηγό η εταιρεία αρχίζει να τροφοδοτεί με χαλβά την Αττική. Οι έμποροι συγκεντρώνονται στην αγορά του Ρέντη όπου περίμεναν να προμηθευθούν τον φημισμένο χαλβά. Όλοι περίμεναν τον χαλβά από την Μακεδονία. Κάπως έτσι απέκτησε και το όνομα «Μακεδονικός χαλβάς» ο χαλβάς Χαΐτογλου.
Μετά το θάνατο του Κωνσταντίνου Χαΐτογλου, τα δύο αδέλφια του, ο Ελευθέριος και ο Σάββας, διατήρησαν το εργοστάσιο, το οποίο πλέον παρήγε διάφορες ποικιλίες χαλβά, αλλά και θρεψίνη. Εκείνος όμως που θα γίνει η ψυχή της εταιρείας είναι ο Νίκος Χαΐτογλου, γιος του Κωνσταντίνου Χαΐτογλου. Θα αναλάβει τα ηνία της εταιρείας και θα γίνει ο άνθρωπος που θα εμπνευστεί και το σήμα κατατεθέν της εταιρείας: την Μακεδονοπούλα
Η επιχείρηση θα γνωρίσει μεγάλη άνθηση την δεκαετία του 1970. Είναι η εποχή που θα χαρακτηρισθεί ως «χρυσή» για τις εξαγωγές της. Παράλληλα ξεκινούν μια δυναμική διαφημιστική καμπάνια η οποία έκανε τους Έλληνες να ταυτιστούν με το συγκεκριμένο προϊόν και να γίνει μια αγαπημένη διατροφική συνήθεια.
Το 1994, η εταιρεία θέτει σε λειτουργία τη νέα υπερσύγχρονη μονάδα παραγωγής χαλβά, που καλύπτει 12.000 τ.μ. Το 2004, ξεκινά η λειτουργία της νέας μονάδας επεξεργασίας σησαμιού και η παραγωγή παρθένου σησαμελαίου, για πρώτη φορά στην Ελλάδα.
Στις μέρες μας το εργοστάσιο καταλαμβάνει έκταση 170.000 τετραγωνικών μέτρων – εκ των οποίων 67.000 τετραγωνικά μέτρα είναι οι στεγασμένοι της χώροι – και παράγει παραδοσιακά ελληνικά προϊόντα απόλυτα ενταγμένα στην Μεσογειακή διατροφή.
Σήμερα, η βιομηχανία της οικογένειας Χαΐτογλου απασχολεί περίπου 400 άτομα προσωπικό και μέσα από ένα άριστα οργανωμένο δίκτυο πωλήσεων που διαθέτει, προωθεί τα προϊόντα της ακόμα και στα πιο δυσπρόσιτα και απομακρυσμένα μέρα της Ελληνική Επικράτειας, κατέχοντας έτσι υψηλότατο μερίδιο στην Ελληνική αγορά.
Παράλληλα, ο Μακεδονικός Χαλβάς, όπως επίσης και τα υπόλοιπα προϊόντα παραγωγής εξάγονται σε όλο τον κόσμο (περίπου 50% της παραγωγής εξάγεται). Από την Αμερική και τον Καναδά, την Αυστραλία, τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη Ρωσία και τις αγορές της πρώην Ανατολικής Ευρώπης, έως τη Μέση Ανατολή και την Ασία τα προϊόντα αυτά αποτελούν μερικούς από τους καλύτερους πρεσβευτές της Ελλάδας.