Ιστορικό ρεκόρ καταγράφουν διεθνώς οι εξοπλιστικές δαπάνες. Αλεξίσφαιρα γιλέκα, αναγνωριστικά drones, αντιαεροπορικά βλήματα, πολεμικά πλοία τελευταίας τεχνολογίας, τεθωρακισμένα οχήματα με αντιαεροπορικούς πυραύλου. Ο πλανήτης επανεξοπλίζεται μαζικά. Το φαινόμενο ήταν σαφές στην αναφορά του SIPRI (Διεθνές Ινστιτούτο ερευνών για την Ειρήνη, με έδρα τη Στοκχόλμη) που επιβεβαίωνε την αύξηση των στρατιωτικών δαπανών στον πλανήτη για όγδοη συνεχόμενη χρονιά αγγίζοντας μόνο για το 2022 το συνολικό ποσό-ρεκόρ των 2.240 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Για ένα σημείο σύγκρισης, προς καλύτερη κατανόηση του μεγέθους των δαπανών, στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου οι στρατιωτικές δαπάνες στον πλανήτη άγγιζαν τα 1.500 δισεκατομμύρια δολάρια. Οι ερευνητές του Sipri, έκρουαν από τον περασμένο Απρίλιο τον “κώδωνα” του κινδύνου υποστηρίζοντας ότι “ζούμε σε ένα κόσμο όλο και λιγότερο ασφαλή. Το κάθε κράτος ενδυναμώνει τη στρατιωτική του θωράκιση σε ένα πλαίσιο όλο και λιγότερο σίγουρο. Κι αυτό δεν βλέπουμε πώς θα μπορούσε να αλλάξει μέσα στα επόμενα χρόνια”.
Στην άλλοτε φιλειρηνική Ευρώπη οι δαπάνες φτάνουν για το 2022 τα 480 δισεκατομμύρια δολάρια που σημαίνει ένα ποσοστό αύξησης της τάξης του 13% σε σχέση με το 2021. Πρόκειται για μια άμεση επίπτωση από τον πόλεμο στην Ουκρανία, ενώ η πληθωριστική πίεση και στις αμυντικές δαπάνες οδήγησε κάποια κράτη σε δεκαετή πλάνα αυξημένων δαπανών.
Πρωτοπόρος σε αυτόν τον χορό παραμένουν οι ΗΠΑ που δαπάνησαν μόνο για το 2022 συνολικές στρατιωτικές δαπάνες 870 δισεκατομμυρίων δολαρίων που καλύπτουν το 39% των συνολικών στρατιωτικών επενδύσεων στον πλανήτη. Ακολουθεί, στο 1/3 του προϋπολογισμού των ΗΠΑ, η Κίνα, που για την ίδια χρονιά ξόδεψε 290 δισεκατομμύρια δολάρια. Μια αύξηση της τάξης του 4,2% σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά και 75%(!) σε επίπεδο δεκαετίας.
Σύμφωνα με συνέντευξη του Γάλλου αναλυτή Bruno Tetrais στο Nouvel Observateur, ο πλανήτης γνώρισε μια ύφεση των στρατιωτικών δαπανών μόνο στη δεκαετία του 90, στα χρόνια δηλαδή που ακολούθησαν μετά την κατάρρευση του Σοβιετικού καθεστώτος. Το “φρένο” που μπήκε σε αυτήν την κάθοδο των εξοπλισμών, έλαβε χώρα την 11η Σεπτεμβρίου του 2001. Τότε που οι ΗΠΑ άρχισαν να ανεβάζουν πάλι, τις στρατιωτικές τους δαπάνες. Τότε που ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση για την εισβολή στο Ιράκ και εν συνεχεία στο Αφγανιστάν. Η Ρωσία -που διαθέτει όπως και οι ΗΠΑ πυρηνικό εξοπλισμό από το 1949- ακολουθεί αφού η εισβολή στην Ουκρανία έδρασε ως καταλύτης στις εξοπλιστικές της δαπάνες. Λες και ο Πρόεδρος της, Βλαντιμίρ Πούτιν, θέλησε να επωφεληθεί από την οικονομική ανάπτυξη της χώρας που ακολούθησε μετά το 2000.
Το παράδοξο, σημειώνει ο Thomas Gomart, διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (Ifri), είναι ότι ενώ οι υπερδυνάμεις αύξαναν τα οπλοστάσιά τους, η Δυτική Ευρώπη επαναναπαυόταν στις δάφνες μιας, επίπλαστης απ’ ότι φάνηκε, ειρήνης. Στο βιβλίο του “Guerres invisibles” (2022), μας υπενθύμιζε ότι η Ευρώπη ξεκίνησε τη διαδικασία αποστρατιωτικοποίησης τη δεκαετία του 1970, στη συνέχεια την επέτεινε τη δεκαετία του 1990 και ακόμη περισσότερο μετά την κρίση του 2008. “Μέσα σε μισό αιώνα, οι στρατιωτικές δαπάνες στην Ευρώπη μειώθηκαν από το 3%-4% του ΑΕΠ στο 1,5%, μια μείωση χωρίς ιστορικό ισοδύναμο”. Σήμερα ο Josep Borrell, ο Ύπατος Εκπρόσωπος της ΕΕ, το θέτει παραστατικά: “Η επιτυχία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης είχε ένα τίμημα: την ανικανότητά μας να αποδεχθούμε το γεγονός ότι, έξω από τον ευρωπαϊκό “κήπο” μας, η ζούγκλα έχει ξαναφυτρώσει”.
Η πρώτη δεκάδα των εξοπλιστικών δαπανών για το 2022 (σε δισ. δολάρια):
ΗΠΑ: 877
Κίνα: 292
Ρωσία: 86,4
Ινδία: 81,4
Σαουδική Αραβία: 75
Ηνωμένο Βασίλειο: 68,5
Γερμανία: 55,8
Γαλλία: 53, 6
Νότια Κορέα: 46,4
Ιαπωνία: 46
Η επίδραση του “Ανατολικού μπλοκ”
Οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης φαίνεται να γνώριζαν καλύτερα ότι η Ρωσική Αρκούδα “δαγκώνει”. Και άρχισαν να “αγοράζουν” από προμηθευτές όπως οι ΗΠΑ που παραμένουν κύριος πωλητής όπλων. Υπάρχουν επίσης νέοι προμηθευτές, όπως η Νότια Κορέα, από την οποία η Πολωνία, σε μια πραγματική κούρσα επανεξοπλισμού, απέκτησε άρματα μάχης, οβιδοβόλα και τώρα μαχητικά αεροσκάφη. Ή η Τουρκία, της οποίας τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη Bayraktar έχουν αποδείξει την αξία τους σε ουκρανικά χέρια.
Πολλές από αυτές τις μεγάλες συμβάσεις αντικατοπτρίζουν την ανάγκη να καλυφθεί η πολυετής έλλειψη εξοπλισμού. Και, πάνω απ’ όλα, για την αναπλήρωση των ανατολικών οπλοστασίων του ΝΑΤΟ, τα οποία έχουν εξαντληθεί από τις μεταφορές όπλων στην Ουκρανία, για την αποτροπή κάθε πιθανής ρωσικής εισβολής. Τα όπλα που δόθηκαν στο Κίεβο έχουν πολύ υψηλό ποσοστό φθοράς, και ανάγκη για πυρομαχικά των οποίων τα επίπεδα είχαν ξεχαστεί: η Ουκρανία μέχρι το καλοκαίρι έριχνε κατά μέσο όρο 5.000 με 6.000 βλήματα την ημέρα, ενώ η Ρωσία έριχνε την δεκαπλάσια ποσότητα.
Η περίπτωση της Πολωνίας και της Ελλάδας
“Η Πολωνία θα διαθέτει τις ισχυρότερες χερσαίες δυνάμεις στην Ευρώπη”. Η υπόσχεση αυτή, που δόθηκε το περασμένο καλοκαίρι από τον υπουργό Άμυνας Mariusz Blaszczak, θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα πριν από το τέλος αυτής της δεκαετίας. Η Βαρσοβία -η οποία απέχει μόλις 1.260 χιλιόμετρα από τη Μόσχα, δηλαδή λίγο περισσότερο από μία ώρα πτήσης- θέλει να διπλασιάσει τη στρατιωτική της δύναμη (από 165.000 σε 300.000 στρατιώτες) μεσοπρόθεσμα, και φέτος θα δαπανήσει το 4% του ΑΕΠ της στην άμυνα, καθιστώντας την πρώτη στο ΝΑΤΟ, μπροστά από την Ελλάδα (3,82%) και τις Ηνωμένες Πολιτείες (3,52%).
Η Πολωνία δίνει όλο και περισσότερες παραγγελίες για τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση του στρατού της, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες (366 άρματα μάχης Abrams, 32 μαχητικά F-35, 18 εκτοξευτές πυραύλων Himars κ.ά.) και τη Νότια Κορέα με την οποία υπέγραψε τη μεγαλύτερη στρατιωτική σύμβαση που έχει υπογράψει ποτέ χώρα του πρώην σοβιετικού μπλοκ. Αλλωστε, συνορεύει με την Ουκρανία (535 χιλιόμετρα κοινών συνόρων), την Λευκορωσία (418 χιλιόμετρα), στην οποία ο Βλαντίμιρ Πούτιν φέρεται να έχει ήδη μεταφέρει τακτικά πυρηνικά όπλα. Οι Πολωνοί φοβούνται από την εισβολή των Ρώσων στη Γεωργία το 2008 και λαμβάνουν τα μέτρα τους για να μην είναι η επόμενη χώρα στη λίστα.
Η Ελλάδα δαπάνησε για το 2022 περίπου 8,1 δισεκατομμύρια δολάρια και είναι στο Νο31 της παγκόσμιας λίστας, ενώ η Τουρκία από τη θέση Νο23 έφτασε τα 10,6 δισεκατομμύρια δολάρια.
Στο μεταξύ, ο Γερμανός καγκελάριος Σολτς μίλησε για “αλλαγή εποχής” όταν σήμανε την απορρόφηση 100 δισεκατομμυρίων ευρώ στις αμυντικές δαπάνες της χώρας του. Η άλλη ηττημένη δύναμη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιαπωνία, πρόβλεψε τον περασμένο Δεκέμβριο αμυντικές δαπάνες ύψους 52 δισεκατομμυρίων δολαρίων, 26% πιο πάνω από την προηγούμενη χρονιά, νιώθοντας “καυτή” την ανάσα της απειλής προερχόμενη από την Κίνα και την Βόρεια Κορέα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες και δεδομένης της πρόσφατης εκρηκτικής κατάστασης στη Μέση Ανατολή, η ειρήνη μπαίνει στο “χρονοντούλαπο” των ιστορικών 90ς.