“Είχα ένα συγκρότημα, ήμουν ο τραγουδιστής και ο αρχηγός” είπε ο John Lennon, αφηγούμενος την ιστορία των Beatles.
“Οι άνθρωποι σαν και μένα, έχουν επίγνωση της ευφυΐας τους στα δέκα, οκτώ, εννέα… Πάντοτε απορούσα, γιατί δεν με είχε ανακαλύψει κανένας; Στα σχολείο, δεν έβλεπαν ότι είμαι πιο έξυπνος απ’ όλους τους άλλους; Ότι οι δάσκαλοι είναι και αυτοί ηλίθιοι; Ότι όλο που είχαν ήταν πληροφορίες που εγώ δεν τις χρειαζόμουν.
Έχασα πολλά πηγαίνοντας στο γυμνάσιο. Έλεγα στη θείτσα μου, «Πετάς τα ποιήματα μου, αλλά όταν γίνω διάσημος θα το μετανιώσεις», κι αυτή τα πέταγε έξω. Δεν την συγχώρεσα ποτέ γιατί δεν με μεταχειρίστηκε σαν διάνοια, ή οτιδήποτε άλλο ήμουν, όταν ήμουν παιδί.
Σε μένα ήταν φανερό. Γιατί δεν με έβαλαν σε μια σχολή καλών τεχνών; Γιατί δεν με εκπαίδευσαν; Γιατί με ανάγκαζαν συνέχεια να είμαι ένα καου-μπόυ, όπως και οι υπόλοιποι; Ήμουν διαφορετικός, ήμουν-πάντοτε διαφορετικός. Γιατί δεν με πρόσεξε κανένας;
Κανα δυο καθηγητές με πρόσεξαν, με παρότρυναν να κάνω κάτι άλλο, να σχεδιάσω, να ζωγραφίσω – να εκφράσω τον εαυτό μου. Άλλα τον περισσότερο καιρό προσπαθούσαν να με αναγκάσουν να γίνω ένας οδοντογιατρός ή καθηγητής. Και έπειτα οι φάνς προσπαθούσαν να με κάνουν έναν Engelbert Humbertinck.
Πήγα να δω το Rock Around the Clock και έμεινα έκπληκτος. Κανένας δεν ούρλιαζε και κανένας δεν χόρευε. Εννοώ, είχα διαβάσει ότι όλοι χόρευαν στους διαδρόμους. Πρέπει να έγιναν όλα αυτά πριν πάω εγώ. Ήμουν έτοιμος να αρχίσω και εγώ να σχίζω τα καθίσματα, αλλά δεν φαινόταν να με ακολουθεί κανένας.
Είχα ένα συγκρότημα, ήμουν ο τραγουδιστής και ο αρχηγός. Συνάντησα τον Paul και πήρα μια απόφαση – πήρε και αυτός μια απόφαση – για το αν θα τον έπαιρνα στο γκρουπ: ήταν καλύτερα να έπαιρνα ένα τύπο που ήταν φανερά ανώτερος από τους άλλους που είχα, ή όχι; Να κάνω δυνατότερο το συγκρότημα ή να μείνω εγώ ο δυνατότερος; Η απόφαση ήταν να πάρω τον Paul και να δυναμώσω το συγκρότημα.
Λοιπόν, από εκεί, ο Paul με σύστησε στον George και ο Paul και εγώ έπρεπε να πάρουμε την απόφαση, ή έπρεπε να την πάρω εγώ, για το αν θα αφήναμε τον George να μπει. Άκουσα τον George να παίζει και είπα «Παίξε Raunchy» ή οτιδήποτε είναι η παλιά Ιστορία και τον άφησα να μπει. Είπα, «ΟΚ, μπορείς να έρθεις». Έτσι ήμασταν οι τρεις μας τότε.
Έπειτα, οι υπόλοιποι από το συγκρότημα, σταδιακά, έφυγαν. Απλώς συνέβη έτσι, αντί να τραβήξει ο καθένας τα δρόμο του, θελήσαμε να κάνουμε ένα πιο δυνατό σχήμα και να βρούμε κι άλλους. Ο George είναι δέκα χρόνια μικρότερος μου, ή κάτι τέτοιο. Δεν ασχολήθηκα και πολύ μαζί του, όταν πρωτοήρθε.
Συνήθιζε να με ακολουθεί σαν μωρό παιδί, να στριφογυρίζει γύρω μου όλη την ώρα, δεν έμπαινα στον κόπο να ασχοληθώ. Ήταν ένα παιδί που έπαιζε κιθάρα και ήταν φίλος του Paul, πράγμα που τα έκανε όλα ευκολότερα. Χρειάστηκε να περάσουν πολλά χρόνια νια να αρχίσω να τον θεωρώ σαν ίσο.
Είχαμε όλων των ειδών διαφορετικούς ντράμερ συνέχεια, γιατί οι άνθρωποι που είχαν δικά τους ντράμς ήταν ελάχιστοι και σκορπισμένοι.. ήταν ακριβά όργανο. Συνήθως ήταν ηλίθιοι. Έπειτα πήραμε τον Pete Best, γιατί χρειαζόμασταν ένα ντράμερ νια να πάμε να παίξουμε στα Αμβούργο την άλλη μέρα. Στην ακρόαση ήμασταν μόνοι μας, με έναν τυχαίο ντράμερ. Υπάρχουν διάφοροι μύθοι ότι ο Pete Best ήταν Beatles και η μητέρα του Stuart Sutcliffe, γράφει στην Αγγλία ότι αυτός ήταν οι Beatles.
Στην αρχή υπήρχε μια διαρκής διαμάχη ανάμεσα στον Brian (Epstein) και τον Paul από τη μια μεριά και εμένα και τον George από την άλλη. Ο Brian μας έβαλε σε καθώς πρέπει κοστούμια και πουκάμισα και ο Paul τον υποστήριζε. Δεν μ’ άρεσε αυτό και προσπαθούσα να πείσω και τον George να επαναστατήσει μαζί μου. Του έλεγα, «Κοίτα, δεν χρειαζόμαστε αυτά τα κοστούμια. Ας τα πετάξουμε από το παράθυρο».
Η μικρή μου επανάσταση ήταν να χαλαρώνω τη γραβάτα μου και να αφήνω το επάνω κουμπί από το πουκάμισα μου ξεκούμπωτο, αλλά ο Paul πάντοτε ερχόταν και μου τα διόρθωνε ξανά. Είδα ένα φιλμ πρόσφατα, το πρώτο φιλμ που κάναμε νια την τηλεόραση. Οι άνθρωποι της Granada ήρθαν και μας φιλμάρισαν. Νάμαστε με κοστούμια και όλα αυτά – απλώς δεν ήμασταν εμείς και βλέποντας το φιλμ ήξερα ότι από τότε ήταν που αρχίσαμε να πουλιόμαστε.
Την εποχή που πήγαμε στις ΗΠΑ, ήμασταν αληθινοί επαγγελματίες. Είχαμε μάθει το παιχνίδι. Όταν φτάσαμε ξέραμε πως να χειριστούμε τον Τύπο. Ο Βρετανικός Τύπος ήταν ο σκληρότερος του κόσμου και μπορούσαμε να χειριστούμε οτιδήποτε. Ήμασταν μια χαρά.
Μέσα στο αεροπλάνο σκεφτόμουν, «Ώ, δεν θα τα καταφέρουμε», ή το είπα σε ένα φιλμ ή κάτι τέτοιο, αλλά έτσι είναι αυτή η πλευρά του εαυτού μου. Ξέραμε ότι μπορούσαμε να σας στραγγίξουμε αν σας πιάναμε στα χέρια μας. Ήμασταν καινούργιοι. Και όταν φτάσαμε εδώ, κυκλοφορούσατε όλοι φορώντας βερμούδα σορτς και μασώντας τσίχλα.
Τώρα μας λένε, όλοι λένε, οι Beatles είναι ξεπερασμένοι και τα πράγματα είναι έτσι, φίλε. Οι κοπελίτσες έμοιαζαν με αναθεματισμένες φοράδες του 1940. Δεν υπήρχε ένα κοινό ντύσιμο, ή κάτι απ’ αυτή την τζαζ. Σκεφτήκαμε «Τι άσχημη φυλή», φαινόταν αηδιαστικό. Σκεφτήκαμε πόσο χίπη ήμασταν, αλλά φυσικά, δεν ήμασταν. Εμείς οι πέντε, εμείς και οι Stoneς, ήμασταν πραγματικά οι χίπις. Οι υπόλοιποι στην Αγγλία ήταν ίδιοι όπως πάντοτε”.
John Lennon