Στα απομνημονεύματά του, που κυκλοφόρησαν σήμερα από τον εκδοτικό οίκο Klett-Cotta, ο Σόιμπλε αφιερώνει 100 σελίδες στην Ελλάδα, τον Τσίπρα, τον Βαρουφάκη και τον ρόλο της Μέρκελ.
Ως υπουργός Οικονομικών στο επίκεντρο νέων κρίσεων» είναι ο τίτλος του επίμαχου κεφαλαίου που ξεκινάει ήδη από τις πρώτες κιόλας γραμμές με Ελλάδα: «Λίγες μόλις μέρες πριν αναλάβω τα καθήκοντά μου στα τέλη Οκτωβρίου 2009, ο Έλληνας υπ. Οικονομικών Γιώργος Παπακωνσταντίνου, ο οποίος επίσης μόλις είχε αναλάβει τα καθήκοντά του, παραδέχτηκε ότι η προηγούμενη ελληνική κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας παραποιημένα στοιχεία, εξαπάτησε τους εταίρους για να ενταχθεί στο ευρώ (…) Αποκάλυψε ότι η χώρα ζει πάνω από τις δυνατότητές της και ότι υπάρχει σημαντική ανάγκη για εξυγίανση (…) Ήδη από την άνοιξη του 2010, η Ελλάδα δεν ήταν πλέον σε θέση να χρηματοδοτηθεί στις αγορές. Υπήρχε κίνδυνος χρεοκοπίας.»
Ο Σόιμπλε θυμάται μάλιστα ότι ενώ ο ίδιος βρισκόταν στην ιδιωτική του οικία άρρωστος με υψηλό πυρετό τον Μάιο του 2010, του τηλεφώνησε η Άγκελα Μέρκελ από τη Μόσχα. «Την Κυριακή θα ταξίδευα στις Βρυξέλλες για το Eurogroup όπου οι υπ. Οικονομικών των κρατών-μελών θα συνέρχονταν εκτάκτως για να εγκρίνουν το πρόγραμμα βοήθειας των 110 δις για την Ελλάδα (…) Η καγκελάριος μου μετέφερε την ανησυχία των διεθνών εταίρων ότι η ελληνική κρίση θα μπορούσε να επηρεάσει το σύνολο της ευρωζώνης».
Μεταξύ των διεθνών εταίρων βρισκόταν και η Κίνα, αναφέρει ο Σόιμπλε. Την ίδια ώρα η κατάσταση της υγείας του επιδεινωνόταν. Η επεισοδιακή άφιξη στις Βρυξέλλες για το έκτακτο Eurogroup ήταν μόνο η «πρόγευση για τα άγρια χρόνια που θα ακολουθούσαν». Όπως αποκαλύπτει: «Πέταξα την Κυριακή με αεροσκάφος της πολεμικής αεροπορίας για τις Βρυξέλλες ενάντια σε κάθε ιατρική λογική. Με συνόδευσε η σύζυγός μου για προληπτικούς λόγους».
Αμέσως μετά την άφιξη στις Βρυξέλλες, μεταφέρθηκε στα επείγοντα νοσοκομείου των Βρυξελλών για ακούσει: «Κύριε Σόιμπλε είστε πολύ άρρωστος». Μεταξύ νοσομείου και Eurogroup, «μετά από αυτές τις επίπονες, για γερά νεύρα ημέρες, η Ελλάδα είχε σωθεί για την ώρα, οι χρηματαγορές κάπως ηρεμούσαν, ο κυβερνητικός συνασπισμός γκρίνιαζε και η αντιπολίτευση επαινούσε τη διάσωση. Έπρεπε ωστόσο ακόμη να αποδειχθεί εάν τα μέτρα θα ήταν βιώσιμα (…)
Επιστρέφοντας η γυναίκα μου με συνόδευε πάλι, μεταφέροντας ένα μπουκάλι με φαρμακευτικό έγχυμα, το οποίο έδεσε με ένα κορδόνι μέσα στο αεροσκάφος. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την εικόνα: την ώρα που η υγεία μου κρεμόταν από ένα κορδόνι, η σταθερότητα του ευρώ και μαζί το μέλλον της Ευρώπης κρέμονταν από μια κλωστή». Ο Σόιμπλε χαρακτηρίζει το 2010 «annus horribilis» τόσο για την Ελλάδα όσο και για την υγεία του.
Πρόταση για ελληνικό time-out σε δείπνο
Ο Σόιμπλε διατρέχει καρέ-καρέ όλο το χρονικό της ελληνικής κρίσης με κάθε τεχνική λεπτομέρεια για τα πακέτα διάσωσης, τα κρίσιμα Eurogroup, την αγωνία στο Βερολίνο αλλά και την εχθρική εικόνα που άρχισε να σχηματίζεται για τη Γερμανία στην Ελλάδα, εκεί όπου ταυτόχρονα η κοινωνία έβραζε και το πολιτικό τοπίο γνώριζε πρωτόγνωρους κλυδωνισμούς. Ο Σόιμπλε αναφέρει: «Από την αρχή της κρίσης ήμουν ένας από εκείνους που ήθελαν να βοηθήσουν τους Έλληνες να βγουν από την επισφαλή κατάσταση στην οποία είχαν περιέλθει, κάτι που ξεθώριασε μετέπειτα λόγω των εξελίξεων (…)
Η Μέρκελ από την άλλη πλευρά επέμεινε εξαρχής στην εμπλοκή του ΔΝΤ στην ευρωπαϊκή πολιτική διαχείρισης κρίσεων». Στη συνέχεια, όπως θυμάται, οι Έλληνες επέρριψαν στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο τις ευθύνες για τα «άκαμπτα» μέτρα λιτότητας. «Είναι το συνηθισμένο blame game που οι Έλληνες ήξεραν να παίζουν με μεγάλη επιτυχία». Σε άλλο σημείο αναφέρει προκαλώντας αίσθηση: «Η εικόνα μου ως ‘άγριου σκύλου’ στις ευρωπαϊκές διαπραγματεύσεις δεν με ενόχλησε.
Τουλάχιστον ήταν ξεκάθαρο ότι επιχειρηματολογούσα υπέρ του μέλλοντος της Ευρώπης. Άλλωστε η κρίση δεν αφορούσε πλέον μόνο την Ελλάδα αλλά το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Γι αυτό ακριβώς όμως με πλήγωνε η στρεβλή εικόνα ενός ‘δήμιου’ της ευρωπαϊκής ιδέας που μου απένειμαν οι επικριτές καθώς εξελισσόταν η ευρωκρίση».
Ο Σόιμπλε επιβεβαιώνει ότι η ιδέα για ένα «time-out», όπως το αποκαλεί, για την Ελλάδα από την ευρωζώνη προκειμένου να ανακάμψει, ήταν κάτι που άρχισε να εξετάζει από το 2010 «ως ultima ratio, τότε ακόμη σε συμφωνία με την καγκελάριο» διευκρινίζοντας ότι «οι ίδιοι οι Έλληνες θα έπρεπε να αποφασίσουν γι’ αυτό γιατί ήμουν πεπεισμένος ότι η χώρα θα μπορούσε να βοηθηθεί μόνο εάν η ίδια ήθελε να βοηθήσει τον εαυτό της».
Αναφέρεται και στη συνάντησή του με τον τότε υπ. Οικονομικών Ευάγγελο Βενιζέλο, σε βραβευμένο εστιατόριο του Βερολίνου και όχι στο υπ. Οικονομικών «σε μια πιο ευχάριστη ατμόσφαιρα και ως ένδειξη εκτίμησης (…) για να του εξηγήσω τις αμφιβολίες μου (…) Θα είχε η ελληνική κυβέρνηση τη δύναμη να εφαρμόσει γρήγορα τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας; Συζητήσαμε εκτενώς και πολύ ανοιχτά. Σε κάθε περίπτωση δεν έτρωγε σχεδόν τίποτα (ο Βενιζέλος) όση ώρα παρέθετα τις δύο εναλλακτικές σκέψεις μου».
Συνοπτικά αυτές οι δύο εναλλακτικές ήταν: προσωρινή έξοδος από την ευρωζώνη με βοήθεια από την ΕΕ ή παραμονή στην ευρωζώνη με σκληρές μεταρρυθμίσεις που θα συνεπάγονταν μια μακρά, επώδυνη περίοδο εξυγίανσης με εσωτερική υποτίμηση. «Κατέστησε σαφές (ο Βενιζέλος) ότι η Ελλάδα θέλει να παραμείνει στην ευρωζώνη υπό οποιεσδήποτε συνθήκες», θυμάται ο Σόιμπλε υποσημειώνοντας τις πρωθυπουργικές βλέψεις που είχε τότε ο Ευάγγελος Βενιζέλος. Όπως μάλιστα εκ των υστέρων: «Αυτή ήταν επιλογή των Ελλήνων, όχι των άλλων Ευρωπαίων».
Εκτενείς είναι οι αναφορές και στις κοπιώδεις παρασκηνιακές πιέσεις στον πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου για το δημοψήφισμα που σχεδιαζόταν αλλά δεν τελικά δεν έγινε, στο περιθώριο της Συνόδου του G-20 στις Κάννες. «Εκεί έζησα από κοντά πώς μίλησαν στον Παπανδρέου ο Μπαράκ Ομπάμα, ο Νικολά Σαρκοζί, η Άγκελα Μέρκελ, η Κριστίν Λαγκάρντ και ο Μάριο Ντράγκι και τελικά πώς του υπαγόρευσαν τη διατύπωση του δημοψηφίσματος. Οι Έλληνες θα έπρεπε απλώς να επιλέξουν είτε αποδοχή του προγράμματος βοήθειας είτε έξοδο από την ευρωζώνη». Το δημοψήφισμα δεν έγινε, η κυβέρνηση Παπανδρέου παραιτήθηκε.
Το κομβικό 2015: We agree to disagree
Μετά από αναλυτική εξιστόρηση των τεκταινόμενων την περίοδο 2012-2015, με ειδική μνεία στις σκληρές μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της κυβέρνησης Σαμαρά «για τις οποίες έτρεφα μεγάλο σεβασμό», όπως σημειώνει ο Σόιμπλε, φτάνουμε στο κομβικό 2015, στο οποίο πλέον «το παραδοσιακό κομματικό σύστημα στην Ελλάδα έμοιαζε να συνθλίβεται μεταξύ των άκρων».
Αποκαλύπτει ότι ήδη πολύ πριν από τη νίκη ΣΥΡΙΖΑ το 2015, ο Σόιμπλε ήταν ο μόνος υπουργός του Βερολίνου που είχε ζητήσει κατ’ ιδίαν συνάντηση μαζί του στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών το 2013, ώστε να γνωρίσει τον Τσίπρα και τις θέσεις του από κοντά. Τον αποκαλεί «χαρισματικό» και δεν διστάζει να αποκαλύψει ότι ήδη σε εκείνη την συνάντηση γνωριμίας είχε πει ευθέως στον Τσίπρα «ότι του ευχόταν για το συμφέρον του ίδιου να μην κερδίσει τις εκλογές γιατί δεν θα μπορούσε σε καμία περίπτωση να τηρήσει τις υποσχέσεις με τις οποίες θα τις κέρδιζε. Η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να παραμείνει στην ευρωζώνη χωρίς δεσμεύσεις για μεταρρυθμίσεις. Ο Τσίπρας το γνώριζε».
Δύο χρόνια αργότερα, η νίκη του ΣΥΡΙΖΑήρθε και μαζί με αυτήν ο νέος υπ. Οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης. Η συνέντευξη Τύπου που παραχώρησαν Σόιμπλε-Βαρουφάκης στο Βερολίνο τον Φεβρουάριο του 2015 παραμένει μέχρι σήμερα αξέχαστη στη γερμανική πρωτεύουσα. Ο Σόιμπλε κάνει λόγο για «προκλητικές απόψεις», για «αντισυμβατικό τρόπο», για έναν υπουργό με «αέρα ποπ σταρ» που τον άφηνε παγερά αδιάφορο.
Στην ίδια συνέντευξη Τύπου, που κατά τα άλλα έγινε βάσει πρωτοκόλλου, ειπώθηκε και το περίφημο «We agree to disagree» (Συμφωνούμε ότι διαφωνούμε»). Χαρακτηρίζει ως το απόλυτο «ναδίρ» στις σχέσεις με τον Βαρουφάκη την αποκάλυψη ότι μαγνητοφωνούσε τις απόρρητες συνομιλίες των υπουργών Οικονομικών στο Eurogroup. Μάλιστα μοιάζει να συμφωνεί και με την ρήση του τότε επικεφαλής του Eurogroup Γερούν Ντάισελμπλουμ για τον Γιάνη Βαρουφάκη: «Ποτέ κανένας υπουργός Οικονομικών δεν προκάλεσε τόση ζημιά στη χώρα του σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα».
Μπρα-ντε-φερ στην καγκελαρία – Αναγνώριση στον Τσίπρα
Καρέ-καρέ αναφέρει στο βιβλίο του o Σόιμπλε και τις κρίσιμες ώρες πριν και μετά το ελληνικό δημοψήφισμα, τα κάπιταλ κοντρόλ, τις δραματικές πιέσεις από τις αγορές, την αποχώρηση Βαρουφάκη, τη θετική εικόνα για τον Ευκλείδη Τσακαλώτο αλλά και την τακτική Μέρκελ στις ιστορικές διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες με τον Αλέξη Τσίπρα μετά το δημοψήφισμα. Ενδιαφέρον έχει και το παρασκήνιο από το Βερολίνο όταν αμέσως μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου συγκλήθηκε έκτακτη σύσκεψη στην καγκελαρία από την Άγκελα Μέρκελ παρουσία των Φρανκ Βάλτερ-Σταϊνμάιερ, Ζίγκμαρ Γκάμπριελ και Πέτερ Αλτμάιερ.
Εκεί ο Σόιμπλε παρουσίασε ξανά το σχέδιο για προσωρινό time-out (αποφεύγει επιμελώς στα απομνημονεύματα τον όρο Grexit πέρα από μόνο από δύο σημεία) γιατί πλέον δεν έβλεπε άλλη λύση. «Προς δική μου έκπληξη συμφώνησε μαζί μου επανειλημμένα ο Γκάμπριελ, ο Σταϊνμάιερ παρέμεινε σιωπηλός. Εξαιτίας αυτού λογομάχησα με τη Μέρκελ, η οποία μου είπε ότι θα το έκανε μόνο σε συμφωνία με τον Φρανσουά Ολάντ και ότι εκείνος δεν συμφωνεί για κάτι τέτοιο. Δεν θα θυσίαζε η Μέρκελ τις γαλλογερμανικές σχέσεις γι’ αυτό». Μετά από εκείνο το βράδυ γνώριζε ότι η Μέρκελ δίσταζε. Έκπληκτος ο Σόιμπλε αντιλήφθηκε λίγο αργότερα και την προδοσία από τον Γκάμπριελ, επικεφαλής των Σοσιαλδημοκρατών, ο οποίος έκανε δημόσιες δηλώσεις σε αντίθετο πνεύμα.
Όσο για τη μαραθώνια Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, όπου ο Αλέξης Τσίπρας συμφώνησε σε νέες επίπονες μεταρρυθμίσεις με τη χώρα να παραμένει στην ευρωζώνη, ο Σόιμπλε αποκαλύπτει με απλά λόγια τη διαπραγματευτική στρατηγική Μέρκελ: «επίτευξη συμφωνίας μέσω κόπωσης. Η Μέρκελ ήταν κορυφαία σε αυτό».
Όσο για την ανατροπή Τσίπρα και το «όχι» που έγινε τελικά «ναι», ο Σόιμπλε αναφέρει ότι ήταν μια αναγκαία κίνηση Έλληνα πρωθυπουργού για να δικαιολογήσει τους όρους του τρίτου πακέτου λέγοντας ότι «δεν θα έπρεπε να επιτρέψουμε στους εαυτούς μας να φύγουμε από το ευρώ, κάτι που θέλουν σκληροπυρηνικοί όπως ο Σόιμπλε». Παρόλα αυτά ο Σόιμπλε παραδέχεται ότι ήταν ένα «θαρραλέο βήμα» και ότι «ο Τσίπρας στη συνέχεια πέτυχε αξιοσημείωτα πράγματα που επέτρεψαν στην επόμενη κυβέρνηση να σταθεροποιήσει περαιτέρω την Ελλάδα. Κι αυτό αξίζει να αναγνωριστεί».