Ήταν ακόμη η εποχή που τα πουκάμισα είχαν μεγάλα πέτα και τα χαμόγελα κύρτωναν ελαφρώς προς τα πάνω τα χείλη. Τον θυμάμαι να μπαίνει στην αίθουσα και να παρατηρεί για ώρα τα “στραβάδια” που τον κοίταζαν σαν .. γκουρού ή σαν σοφό της Συών. Έπειτα πήρε μία κιμωλία κι έγραψε με τεράστια γράμματα στον μαυροπίνακα την λέξη “ΡΕΠΟΡΤΑΖ”.
Μόλις βεβαιώθηκε πως είχε την απόλυτη προσοχή μας, πλησίασε το μισάνοιχτο παράθυρο με θέα στο λιοπύρι της Αθήνας. Κέντρο πόλης, ώρα μεσημβρινή. Στύλωσε το βλέμμα και μας γύρισε επιδεικτικά την πλάτη.
Σε λίγο άρχισε να γέρνει όλο και πιο κοντά στο παράθυρο. Σαν να παρακολουθούσε με όλη του την προσοχή κάτι σπουδαίο που διαδραματιζόταν εκεί. Μία αμήχανη σιωπή απλωνόταν στην αίθουσα, καθώς τα στραβάδια ήλπιζαν πως κάποιος απομηχανής Θεός θα παρέμβει και θα τον επαναφέρει στα .. ενδότερα. Μάταια όμως.
Το βλέμμα του δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τις εικόνες του δρόμου. Η προσήλωσή του ήταν τέτοια, που σύντομα ο πρώτος περίεργος σηκώθηκε από τη θέση του για να αποκτήσει θέα στα .. συμβαίνοντα. Η κίνηση ήταν μεταδοτική. Ο ένας μετά τον άλλο, τα στραβάδια σηκώνονταν από τις καρέκλες τους και πάσχιζαν να δουν τι μονοπωλούσε την προσοχή του. Τις επόμενες στιγμές κανείς δεν καθόταν πλέον στην αίθουσα. Τότε μόνο γύρισε χαμογελώντας και μας κοίταξε.
Μία ντουζίνα απορημένα τρελόπαιδα που αδυνατούσαν να δουν το .. προφανές.
Κι η φωνή του είχε σχεδόν ζαβολιάρικο τόνο όταν μας είπε: Ωραία! Τώρα ξέρουμε όλοι πως το ρεπορτάζ δεν είναι… εδώ. Είναι στο δρόμο κι εκεί θα ‘ναι πάντα!
Πέρασαν τόσα χρόνια αλλά την “παράσταση” του Φρέντυ Γερμανού σ’ εκείνη την πρώτη μας συνάντηση δεν την ξέχασα ποτέ.
Η δημοσιογραφική “μόδα” της εποχής δείχνει να έχει προσπεράσει την εμμονή του στην έρευνα των πηγών της είδησης και την προσήλωσή του στο ρεπορτάζ. Μελαγχολώ στην ιδέα πως οι επόμενες γενιές σχεδόν νομιμοποιούνται να ζητούν όλο και λιγότερο ποιοτική ενημέρωση, αφού δεν είχαν την τύχη να εμπιστευτούν ποτέ ένα κείμενό του για τα “τρέχοντα” ή μία εκπομπή του για την Σπυριδούλα ή το Κωσταλέξι .
Το πρώτο του ρεπορτάζ το έκανε στο Ηράκλειο της Κρήτης. Απεσταλμένος τότε της εφημερίδας “Ελευθερία” για να καλύψει την κηδεία του Νίκου Καζαντζάκη.
Είχε ξεκινήσει να ασχολείται με το γράψιμο νωρίτερα, όταν πήρε το δεύτερο βραβείο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό Διηγήματος, που καθιέρωσε ο Mπάμπης Kλάρας στη Bραδυνή.
Έτος 1953, και ενώ ήταν μόλις 19 ετών, ο Καραγάτσης, ο Μυριβήλης, ο Θεοτοκάς και ο Τερζάκης που απάρτιζαν την επιτροπή, αναγνώρισαν στο διήγημά του «Για μια εκδίκηση» το συγγραφικό του ταλέντο. Ένα χρόνο αργότερα, το 1954, ο Φρέντυ ξεκίνησε τη δημοσιογραφική του καριέρα στην εφημερίδα «Ελευθερία», κρατώντας τη στήλη για τα φαρμακεία.
Τρία χρόνια εργαζόταν αμισθί ως μαθητευόμενος, ενώ παράλληλα έγραφε διάφορα ρεπορτάζ για την «Απογευματινή» και κυνηγούσε να πάρει συνεντεύξεις από σημαντικά πρόσωπα της επικαιρότητας. Έτσι είχε την ευκαιρία να συναντήσει τη Σοφία Λόρεν, τον Άλαν Λαντ, την Ελίζαμπεθ Τέιλορ, κ.ά.
Την ίδια περίοδο συνεργαζόταν και με το περιοδικό «Εικόνες», γράφοντας ρεπορτάζ για τους λατερνατζήδες, τα τελευταία αρχοντικά της Αθήνας, κ.ο.κ. Ακολούθησε η συνεργασία του με την «Μεσημβρινή» της Ελένης Βλάχου, την «Απογευματινή», το «Έθνος», τον «Ταχυδρόμο», κ.ά.
Το 1964 κυκλοφόρησε το πρώτο του βιβλίο με τον τίτλο «Με συγχωρείτε λάθος» από τις εκδόσεις Γαλαξίας. Ο τόμος αποτελούνταν από μια σειρά ευθυμογραφημάτων, συνοδευμένα από σκίτσα του στενού του φίλου Κυρ. “Ξεκίνησα να γίνω συγγραφέας, έλεγε ο ίδιος, αλλά στο δρόμο έκανα δυο λάθη: έγινα δημοσιογράφος και έκανα τηλεόραση. Τώρα που το ξανασκέφτομαι ήταν σαν να ξεκίνησα για να χορέψω μπλουζ και όταν έφτασα στην πίστα η ορχήστρα το γύρισε σε ροκ. Τι κάνεις στην περίπτωση αυτή; Χορεύεις ροκ όσο καλύτερα μπορείς“
Αλάτι και Πιπέρι
Το 1966 ο Φρέντυ Γερμανός άρχισε να εργάζεται ως παρουσιαστής ειδήσεων στην ελληνική τηλεόραση (ΕΙΡ), ενώ λίγο αργότερα παρουσίασε την πρώτη του εκπομπή, το «Καλειδοσκόπιο». Ουσιαστικά όμως η επιτυχία ήρθε το 1970, όταν βγήκε στον αέρα το «Αλάτι και πιπέρι», η τηλεοπτική εκπομπή που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία της ελληνικής τηλεόρασης. Επί έξι ολόκληρα χρόνια η εκπομπή αποτελούσε πόλο έλξης για το τηλεοπτικό κοινό, κόπηκε όμως με κυβερνητική απόφαση.
Την επόμενη χρονιά ο Φρέντυ Γερμανός επανήλθε με «Το πορτρέτο της Πέμπτης», ενώ ήδη έδινε έντονο το παρόν και στην έντυπη δημοσιογραφία, συμμετέχοντας στο στήσιμο μιας πρωτοποριακής για την εποχή της καθημερινή εφημερίδα (Η συνεργασία του αυτή με την «Ελευθεροτυπία» συνεχίστηκε ως το 1990). Το 1978 ο Φρέντυ Γερμανός παρουσίασε την εκπομπή «Σάββατο βράδυ, Κυριακή πρωί» και το 1979 ξεκίνησε την παρουσίαση της θρυλικής πλέον «Πρώτης Σελίδας».
Το 1990 ο Γερμανός αποφάσισε να αφοσιωθεί στη συγγραφή βιβλίων. Έκτοτε και ως το θάνατό του έγραφε ασταμάτητα, σατιρικά βιβλία, ευθυμογραφήματα, ιστορικές μυθιστορηματικές βιογραφίες, κ.ά. Συνολικά ο Φρέντυ Γερμανός έγραψε περισσότερα από 25 βιβλία (Το δις εξαμαρτείν, Γράψτο όπως το λέω, Ούτε αλάτι ούτε πιπέρι, Τζίμυ πάρε ένα φιστίκι, Καληνύχτα κύριε Όσκαρ, Γεια σου Έλληνα, Γυναίκα από βελούδο, Τερέζα, Έλλη Λαμπέτη, κ.ά.)
Πολλά από τα βιβλία του έγιναν μπεστ σελερ και κάποια μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο και στο θέατρο (Ένα γελαστό απόγευμα) και στην τηλεόραση (Ακριβή μου Σοφία, Η εκτέλεση). Ο Φρέντυ Γερμανός έφυγε στις 21 Μαΐου του 1999 πριν προλάβει να δει το τελευταίο του ιστορικό μυθιστόρημα «Το αντικείμενο» να στολίζει τις προθήκες των βιβλιοπωλείων.
Επιμέλεια: Μαριάννα Κορνάρου