Οι ιδεολογικοί προσανατολισμοί των πολιτών και συναφείς επιλογές σε βασικά ζητήματα οικονομικής πολιτικής και πολιτικής πρόνοιας, εξετάζονται στο τρίτο μέρος της έρευνας της «διαΝΕΟσις» για το «τι πιστεύουν οι Έλληνες 2024».
Στη συνέχεια, προσεγγίζονται θέματα που αφορούν τις δημόσιες υπηρεσίες εν γένει αλλά και, ειδικότερα, την υγεία και την περίθαλψη, την εκπαίδευση και την αγορά εργασίας. Στο άλλο σκέλος, η έρευνα εμβαθύνει σε θέματα αξιών και κοινωνικής εμπιστοσύνης, και κατόπιν σε θέματα που αφορούν όψεις της καθημερινής ζωής.
Η έρευνα εστιάζεται σε πεδία δημόσιας πολιτικής αλλά και σε πρακτικές της καθημερινότητας, συνδέοντας διαστάσεις της συλλογικής μας ζωής με πτυχές της ατομικής σφαίρας και των προσωπικών επιλογών, στάσεων και πρακτικών.
Διαβάστε την έρευνα, σε ανάλυση της Metron Analysis:
Πολιτικοί προσανατολισμοί και οικονομία
Προκειμένου να διερευνηθούν ορισμένες βασικές επιλογές δημόσιας πολιτικής, επιχειρήθηκε αρχικά να ανιχνευθεί το ιδεολογικό και αξιακό υπόστρωμα, πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι επιλογές αυτές.
Σε αυτό το πλαίσιο, και όσον αφορά καταρχάς τον ιδεολογικό αυτοπροσδιορισμό των Ελλήνων και των Ελληνίδων, ενώ παρατηρείται μια σχετική σταθερότητα στην ιεράρχηση των σχετικών ταυτοτήτων, παράλληλα αποτυπώνεται και μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή. Ο χαρακτηρισμός «φιλελευθερισμός» εμφανίζει μια σχεδόν απόλυτη σταθερότητα σε όλα τα κύματα της έρευνας (και 19,3% στο παρόν κύμα που κορυφώνεται στους κεντροδεξιούς πολίτες με 37,6%).
Ωστόσο, για πρώτη φορά από το 2016 χάνει την πρωτοκαθεδρία από τη «σοσιαλδημοκρατία», η οποία περνά στην πρώτη θέση των αναφορών με 20,5% (από 14,1% το 2022 – ισχυρότερη από την ηλικία των 40 ετών και άνω, στους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και τους κατόχους μεταπτυχιακού/διδακτορικού, στη μεσαία και ανώτερη/μέση ανώτερη κοινωνική τάξη, καθώς και επικρατούσα επιλογή στους κεντρώους και κεντροαριστερούς). Συναφώς, μικρή ενίσχυση παρουσιάζει και ο χαρακτηρισμός «σοσιαλισμός», στην τρίτη θέση με 13,8% (από 12,1% το 2022). Μικρή ενίσχυση παρουσιάζει και ο «νεοφιλελευθερισμός» (8,7% από 6,7% το 2022), ωστόσο, σταθερά σε μονοψήφιο ποσοστό.
Με μικρή αλλά σταθερή κάμψη κινούνται η «οικολογία», από το 2019 (πιο ισχυρή στις γυναίκες παρά στους άνδρες, όπως και στην άκρα αριστερή-αριστερή θέση του πολιτικού φάσματος), καθώς και, από το 2018, ο «συντηρητισμός» και ο «εθνικισμός» (πιο ισχυρός στους άνδρες παρά στις γυναίκες, και στη δεξιά-άκρα δεξιά θέση του πολιτικού φάσματος, με 15,7% και 16,6% αντίστοιχα).
Τι πιστεύουν οι Έλληνες
Σε ό,τι αφορά την ίδια την αξιολόγηση ορισμένων βασικών λέξεων-εννοιών που συνδέονται και με διακριτούς πολιτικούς-ιδεολογικούς προσανατολισμούς, η οποία μετρήθηκε για πρώτη φορά σε αυτό το κύμα, φαίνεται να συγκεντρώνει τη σχεδόν ομόθυμη αποδοχή και να ενώνει διαφορετικά κοινά ερωτώμενων (88,9% τη θεωρούν «καλό» πράγμα). Από εκεί και πέρα, η ανταγωνιστικότητα, η οποία συνδέεται με μάλλον φιλελεύθερες οικονομικές αντιλήψεις, διατηρεί και επαυξάνει τις θετικές προσλήψεις της (82,7%, από 76,2% το 2022). Την ίδια ώρα, και η έννοια των μεταρρυθμίσεων διατηρεί ευρύτερη αποδοχή, καθώς θεωρείται «καλό» πράγμα από το 78,5%, και μάλιστα με διαχρονική σταθερότητα, αποτυπώνοντας μια καταρχήν μεταρρυθμιστική ετοιμότητα της ελληνικής κοινωνίας – ιδίως αν συνυπολογίσουμε και το θετικό ισοζύγιο στην πρόσληψη της έννοιας του συμβιβασμού (61,9% «καλό» πράγμα, έναντι 33,3% «κακό»).
Η ενίσχυση των ιδεολογικών τοποθετήσεων «σοσιαλδημοκρατία»-«σοσιαλισμός» που είδαμε παραπάνω, αποτυπώνεται εν μέρει και εδώ. Αφενός ενισχύεται σχετικά ο «συνδικαλισμός» (46,1% από 40,5% το 2022, αν και με 48,3% αρνητικές αξιολογήσεις), ενώ, όπως είδαμε στο πρώτο μέρος της έρευνας, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις συγκεντρώνουν πολύ χαμηλό βαθμό εμπιστοσύνης ανάμεσα σε διάφορους θεσμούς. Αφετέρου καταγράφεται μια σχετική κάμψη των θετικών αξιολογήσεων για τις «αποκρατικοποιήσεις» (43% από 47,2% το 2022 αλλά και από τα επίπεδα του 56%-57%, στα κύματα της περιόδου 2015-2019), καθώς και των (ιδιωτικών) τραπεζών στο 32,9%, με 64,1% αρνητικές αξιολογήσεις και με σταθερά πτωτική τάση. Επιπλέον, όπως πάλι είδαμε στο πρώτο μέρος της έρευνας, και το τραπεζικό σύστημα συγκεντρώνει πολύ χαμηλό βαθμό εμπιστοσύνης από τους πολίτες.
Εκεί όμως που αντανακλάται περισσότερο εμφανώς η σχετική ενίσχυση της «σοσιαλδημοκρατικής» τάσης στην ελληνική κοινωνία είναι σε ορισμένα ερωτήματα διλημματικού χαρακτήρα, όπως είναι συχνά τα προβλήματα που παρουσιάζονται στον σχεδιασμό δημόσιας πολιτικής και στη λήψη πολιτικών αποφάσεων.
Πιο συγκεκριμένα, στο δίλημμα εάν το κράτος επεμβαίνει υπερβολικά στην οικονομία σε βάρος του ιδιωτικού τομέα ή δεν επεμβαίνει αρκετά, αφήνοντάς τον ανεξέλεγκτο, σχεδόν 2 στους 3 τάσσονται με τη δεύτερη άποψη (60,9%, άποψη που ενισχύεται στους δημοσίους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους, στη μέση κατώτερη κοινωνική τάξη και όσο αριστερότερα τοποθετείται κανείς στο πολιτικό φάσμα, παραμένοντας πλειοψηφική σε όλη την έκτασή του). Σχεδόν 1 στους 3 τάσσεται με την πρώτη, με ότι δηλ. το κράτος επεμβαίνει αρκετά, εμποδίζοντας τον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας (33,4%, άποψη που ενισχύεται στους επιχειρηματίες αλλά και τους ανέργους, στην ανώτερη/μέση ανώτερη κοινωνική τάξη, καθώς και όσο δεξιότερα τοποθετείται κανείς στο πολιτικό φάσμα).
Μάλιστα, τα διαχρονικά στοιχεία υποδεικνύουν ότι η άποψη πως το κράτος επεμβαίνει υπερβολικά στην οικονομία παρουσιάζει διαρκή κάμψη (33,4% στο τρέχον κύμα, από 45,4% το 2022, 58,2% το 2019 και 62,3% το 2018). Αντίθετα, η συμφωνία με την άποψη ότι το κράτος δεν επεμβαίνει αρκετά, όχι μόνο παρουσιάζει σημαντική ενίσχυση στο παρόν κύμα, αλλά και ενισχύεται διαχρονικά από το 2016 (60,9% στο τρέχον κύμα, από 45,4% το 2022 αλλά και 32,1% το 2016) για να γίνει για πρώτη φορά πλειοψηφική, μετά την «ισοβαθμία» των δύο απόψεων στο κύμα του 2022.
Τι πιστεύουν οι Έλληνες
Συναφώς, όσον αφορά τη σχέση φορολογίας και κράτους πρόνοιας, διαπιστώνεται ένα παρόμοιο μοτίβο, παρότι εδώ η επιλογή «υψηλότερη φορολογία και ισχυρότερο κράτος πρόνοιας» είναι οριακά μειοψηφική, έναντι της επιλογής «χαμηλότερη φορολογία, έστω και με λιγότερη κρατική μέριμνα» (42,6%, έναντι 45,6%). Ωστόσο, η πρώτη επιλογή ενισχύεται συγκριτικά με τα επίπεδα του 30%-32% που βρισκόταν στα ερευνητικά κύματα της περιόδου 2016-2022 και επανέρχεται στα επίπεδα του 2015, ενώ η δεύτερη επιλογή παρουσιάζει σταθερή κάμψη από το 2018 έως σήμερα.
Παρουσιάζει επίσης ενδιαφέρον ότι η επιλογή υπέρ της υψηλότερης φορολογίας ενισχύεται όσο ανεβαίνει το μορφωτικό επίπεδο αλλά και το επίπεδο του μηνιαίου οικογενειακού εισοδήματος (κατά τι λιγότερο όμως στους άνω των 3.000 ευρώ), ενώ είναι πλειοψηφική στους αριστερούς-κεντροαριστερούς αλλά και στους κεντροδεξιούς. Αντίθετα, η επιλογή υπέρ της χαμηλότερης φορολογίας ενισχύεται όσο χαμηλώνει το μορφωτικό επίπεδο αλλά εκ πρώτης όψεως, παραδόξως, και όσο χαμηλώνει το επίπεδο οικογενειακού εισοδήματος, ενώ είναι πλειοψηφική στους κεντρώους και σε όσους τοποθετούνται στο δεξιό-άκρο δεξιό σημείο του πολιτικού φάσματος.
Τι πιστεύουν οι Έλληνες
Ο συνδυασμός των δύο αυτών ευρημάτων φαίνεται να υποστηρίζει την ενίσχυση που καταγράφηκε στη «σοσιαλδημοκρατική» ιδεολογική αυτοτοποθέτηση των πολιτών. Συνολικά, θα μπορούσε να παρατηρηθεί ότι η επίδραση της πανδημίας αλλά και της αβεβαιότητας που προκαλούν οι πολλαπλές και συντρέχουσες κρίσεις της εποχής μας (polycrisis), ενισχύει το αίτημα της αυξημένης προστασίας μέσω του ενεργότερου ρόλου του κράτους και της δημόσιας παρέμβασης.
Στο ευρύτερο ερώτημα που αφορά τις παραμέτρους που θα συνέβαλλαν στην οικονομική ανάπτυξη της χώρας, φαίνεται να βαρύνουν ιδιαίτερα εκείνες που αφορούν διαρθρωτικές πτυχές, όπως η ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης (32,3% στις συνολικές αναφορές) και η διαφάνεια στο Δημόσιο και στους θεσμούς (27,3%), αν και λιγότερο η μείωση της γραφειοκρατίας (21,9%) ή η διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων (20,5%).
Στο σκέλος των πόρων, ιεραρχείται μεν ψηλά η μείωση φόρων και ασφαλιστικών εισφορών (25,9% – παρότι στο κύμα του 2022 τα δύο αυτά ήταν διακριτά, αξίζει να σημειωθεί ότι συγκέντρωναν υψηλές αναφορές και, ειδικά, η μείωση φόρων). Από την άλλη όμως, σημαντικές αναφορές συγκεντρώνουν και οι πολιτικές διοχέτευσης πόρων και ρευστότητας στην αγορά, όπως η αύξηση δημοσίων δαπανών (21,1%) που βρίσκεται στον αντίποδα της μείωσης φόρων/εισφορών, τα επενδυτικά κίνητρα σε επιχειρήσεις (24,8%), και λιγότερο η ενίσχυση της ρευστότητας από τράπεζες και ευρωπαϊκά προγράμματα (11,5%).