Η διατροφή με κρέας αποδείχτηκε με τον πλέον ακριβή και μετρήσιμο τρόπο πόσο καταστρέφει και πώς το περιβάλλον.
Αν οι μεγαλύτεροι κρεατοφάγοι μείωναν την κατανάλωση κρέατος θα ήταν σαν να αποσύρονταν 8 εκατομμύρια αυτοκίνητα από τους δρόμους. Αυτό είναι μόνο ένα από τα ευρήματα νέας μελέτης που, σύμφωνα με τους επιστήμονες, υπολογίζει με ακρίβεια τον τρόπο με τον οποίο οι τροφές που καταναλώνουμε επηρεάζουν τον πλανήτη μας.
Η μελέτη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης είναι η πρώτη που υπολογίζει με ακρίβεια την επίδραση των διατροφών με υψηλή και χαμηλή περιεκτικότητα σε κρέας στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Η βιομηχανία κρέατος δήλωσε ότι η ανάλυση υπερεκτιμά τον αντίκτυπο της κατανάλωσης κρέατος.
«Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι αν όλοι οι κρεατοφάγοι στο Ηνωμένο Βασίλειο μείωναν την ποσότητα κρέατος που τρώνε, θα υπήρχε πραγματικά μεγάλη διαφορά’», δήλωσε στο BBC ο καθηγητής Πίτερ Σκάρμπορο, του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ο οποίος ηγήθηκε της μελέτης.
«Δεν χρειάζεται να βγάλετε εντελώς το κρέας από τη διατροφή σας», τόνισε.
Ο καθηγητής, ο οποίος συμμετέχει στο πρόγραμμα Livestock Environment And People (LEAP), διεξήγαγε έρευνα στην οποία συμμετείχαν 55.000 άτομα, τα οποία χωρίστηκαν σε μεγάλους κρεατοφάγους, οι οποίοι έτρωγαν περισσότερα από 100 γραμμάρια κρέατος την ημέρα, σε εκείνους που κατανάλωναν καθημερινά λιγότερο από 50 γραμμάρια κρέας, σε ψαροφάγους, χορτοφάγους και βίγκαν.
Αν και είναι γνωστό ότι η παραγωγή κρέατος έχει μεγαλύτερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα από ό,τι τα τρόφιμα φυτικής προέλευσης, αυτό δεν έχει υπολογιστεί ποτέ με τέτοια λεπτομέρεια, σύμφωνα με την καθηγήτρια Σούζαν Τζεμπ, επικεφαλής του Οργανισμού Προτύπων Τροφίμων και επιστήμονας διατροφής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Η ίδια δεν συμμετείχε στην έρευνα.
«Αυτό που κάνει αυτή την αξιολόγηση διαφορετική είναι ότι παίρνει τις διατροφές πραγματικών ανθρώπων και βασίζεται στις διάφορες μεθόδους παραγωγής που έχουμε αυτή τη στιγμή», εξήγησε. «Οι ερευνητές αξιολόγησαν με πολύ λεπτομέρεια το περιβαλλοντικό αποτύπωμα αυτών που τρώνε», σημείωσε.
Η έρευνα δείχνει ότι η διατροφή ενός μεγάλου κρεατοφάγου παράγει κατά μέσο όρο 10,24 κιλά αερίων του θερμοκηπίου που υπερθερμαίνουν τον πλανήτη κάθε μέρα. Ένας χαμηλός κρεατοφάγος παράγει σχεδόν τα μισά από αυτά, 5,37 κιλά την ημέρα. Οι χορτοφάγοι και οι βίγκαν παράγουν περίπου 2,47 κιλά αερίων του θερμοκηπίου την ημέρα.
Η ανάλυση είναι η πρώτη που εξετάζει λεπτομερώς τον αντίκτυπο της διατροφής σε άλλα περιβαλλοντικά μέτρα συνολικά. Αυτά είναι η χρήση γης, η χρήση νερού, η ρύπανση των υδάτων και η απώλεια ειδών, που συνήθως προκαλείται από την απώλεια ενδιαιτημάτων λόγω της επέκτασης της γεωργίας. Σε όλες τις περιπτώσεις οι μεγάλοι κρεατοφάγοι είχαν σημαντικά υψηλότερες αρνητικές επιπτώσεις σε σχέση με τις υπόλοιπες ομάδες.
Ο Νικ Άλλεν, Διευθύνων Σύμβουλος της Βρετανικής Ένωσης Επεξεργαστών Κρέατος, δήλωσε ότι τέτοιου είδους εκτιμήσεις είναι ελλιπείς.
«Ένα από τα απογοητευτικά στοιχεία αυτής της έκθεσης είναι ότι εξετάζει μόνο τις εκπομπές από την κτηνοτροφική παραγωγή. Δεν λαμβάνει υπόψη ότι ο άνθρακας απορροφάται από τα λιβάδια, τα δέντρα και τους φράχτες [στα αγροκτήματα]. Αν λάμβαναν υπόψη αυτά τα ποσά, θα είχαμε πιθανώς διαφορετική εικόνα», είπε.
Σε απάντηση ο καθηγητής Σκάρμπορο δήλωσε ότι πολλές μελέτες, συμπεριλαμβανομένης και αυτής, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η απορρόφηση άνθρακα από τα λιβάδια έχει μόνο «μέτρια επίδραση».
Μια ξεχωριστή μελέτη που δημοσιεύθηκε στο «Nature Food» το 2021 κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η παραγωγή τροφίμων ευθύνεται για το ένα τρίτο όλων των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Και μια ανεξάρτητη επισκόπηση για το Υπουργείο Περιβάλλοντος, Τροφίμων και Αγροτικών Υποθέσεων (Defra) ζήτησε μείωση της κατανάλωσης κρέατος κατά 30% μέχρι το 2032, προκειμένου να επιτευχθεί ο στόχος του Ηνωμένου Βασιλείου για μηδενικό ισοζύγιο ρύπων.
Ωστόσο, σύμφωνα με την καθηγήτρια Τζεμπ Jebb, ελάχιστα έχουν γίνει για την επίτευξη αυτού του στόχου.
«Στο Ηνωμένο Βασίλειο δεν έχει γίνει ακόμη αποδεκτό ότι η ποσότητα κρέατος που καταναλώνουμε δεν συνάδει με τους περιβαλλοντικούς μας στόχους. Προς το παρόν, η συζήτηση δεν είναι πώς θα το κάνουμε αυτό, αλλά αν είναι πραγματικά απαραίτητο», δήλωσε.
«Στην περίπτωση της παχυσαρκίας οι άνθρωποι γνωρίζουν ότι δεν θα έπρεπε να τρώνε κέικ και μπισκότα. Μπορεί να μην θέλουν να το ακούσουν, αλλά ξέρουν ότι είναι αλήθεια. Με το κρέας δεν είναι απόλυτα πεπεισμένοι», συμπλήρωσε.
Τόνισε επίσης, ότι η κυβέρνηση πρέπει να στηρίξει τους αγρότες κατά τη διάρκεια της μετάβασης, προστατεύοντας τα μέσα διαβίωσής τους.
«Οι αγρότες μας προσπαθούν πολύ σκληρά να είναι βιώσιμοι, περισσότερο από ό,τι σε πολλές άλλες χώρες, και παρόλα αυτά εμείς στο Ηνωμένο Βασίλειο ασκούμε… μεγαλύτερη πίεση στους αγρότες μας να αλλάξουν, και αυτό είναι αρκετά δύσκολο», είπε.
Σε απάντηση, εκπρόσωπος της Defra δήλωσε ότι «οι άνθρωποι πρέπει να παίρνουν τις δικές τους αποφάσεις σχετικά με τα τρόφιμα που τρώνε».
«Η επίτευξη του στόχου του μηδενικού ισοζυγίου ρυπών αποτελεί προτεραιότητα για αυτή την κυβέρνηση, και ενώ οι επιλογές τροφίμων μπορούν να έχουν αντίκτυπο στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, η καλά διαχειριζόμενη κτηνοτροφία παρέχει επίσης περιβαλλοντικά οφέλη, όπως η υποστήριξη της βιοποικιλότητας, η προστασία της υπαίθρου και η δημιουργία σημαντικού εισοδήματος για τις αγροτικές κοινότητες».
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο «Nature Food».
ΠΗΓΗ: BBC